Ένα κείμενο-καταγγελία για όσα συμβαίνουν σε μια άλλη περιοχή της χώρας σε σχέση με τα πανηγύρια που έχουν μετατραπεί σε εμπορικές επιχειρήσεις. Να το μελετήσουμε προσεκτικά ώστε να αποφύγουμε τα ίδια λάθη.
«Η
παράδοση δεν είναι μια κούφια λέξη στο στόμα δασκάλου.
Είναι
το καταστάλαγμα σοφίας αιώνων. Για να μη χαθούμε ακουμπάμε στην παράδοση. Είναι δέντρο με βαθιές ρίζες και
καθιερωμένες αξίες»
Κώστας
Μπαλάφας
Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Η πιο κακοποιημένη λέξη, χωρίς περιστροφές και υπονοούμενα, -αν εξαιρέσει
κάποιος τη λέξη “μεταρρύθμιση”- είναι η λέξη παράδοση. Και κατά σύμπτωση
αυτή η “παράδοση” (αυτό το είδος) ανθεί το καλοκαίρι. Μαζί με την καλοκαιρινή
ραστώνη, μακριά από το Αυγουστιάτικο καύμα που ξεροτσιουτσιουρίζεσαι στο
Αθηναϊκό καμίνι, στα χωριά, κάτω από τα πλατάνια, τα ελάτια και τα δασόσκιωτα
ισκιώματα, -πέρα από τα καθιερωμένα- στήνονται και έκτακτα πανηγύρια, όπου
αχολογούν οι ρεματιές από την κλαρινόπληκτη Ιτιά και τον παραπονιάρη
Σελήμπεη.
Κι όλα αυτά τα ονομάζουμε παράδοση! Τακτικά και έκτακτα πανηγύρια αποκτούν
και τον προσδιορισμό του “Παραδοσιακού”. Το παραδοσιακό πανηγύρι τ' Άι
'Λιος, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας. Τα σουβλάκια των
80 ή 60 γραμμαρίων -ανάλογα με το φιλότιμο των διοργανωτών-, τα νάιλον
τραπεζομάντιλα, οι πλαστικές καρέκλες, οι μπίρες Ουαλίας, όλα αυτά συμφυρόμενα
με τους ήχους του “παραδοσιακού άσματος” “πώς χορεύουν τα καγκέλια”,
καθαρή συνέχεια του ντιπιντάει, ντιπιντάει,ντιπιντάει, συνθέτουν το
παραδοσιακό τζέρτζελο των πανηγυριών.
Κι ας μην βιαστεί κάποιος/α να με αποκαλέσει “οπισθοδρομικό”,
“αποστεωμένο”, “συντηρητικό”, “ζώντας μακριά από την πραγματικότητα”. Ξέρω πως
η παράδοση λειτουργεί ως ζωντανός οργανισμός. Προσλαμβάνει, Αποβάλλει,
Μεταπλάθει, νέα παραδοσιακά στοιχεία προκειμένου να ανταποκριθεί στις ...απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Κι
αυτή η σύγχρονη πραγματικότητα δεν αφορά το φαρμάκι που μας πότισε -άδολα
πολλές φορές- το μελαχρινάκι ή και οι απειλές του εκασταχού καψούρα:
Κάτω απ' το σπίτι του
θα 'ρθω και θα σε πάρω μακριά του
Δε σ' αγαπάει όπως εγώ
τι θέλεις μες στην αγκαλιά του.
Κάτω απ' το σπίτι του
θα 'ρθω και δε με νοιάζει τι θα γίνει
Πες του δε σ' αφήνω δε θα φύγω τίποτα όρθιο δε θα
μείνει...
Κι όλα αυτά ενίοτε γίνονται με τη συμμετοχή, τη διοργάνωση ή και την ανοχή
διάφορων πολιτιστικών συλλόγων, αρκούντως χρηματοδοτούμενων από τους Δήμους,
ανάλογα φυσικά με το «κονέ» κάθε Προέδρου και κάθε παράγοντα.
“Ήμουνα νιος και γέρασα κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου”. Και τα μαλλιά μου
άσπρισαν και την παράδοσή μας την μαύρισαν... Γιατί η παράδοση έχει
ασφαλώς σχέση με τον πολιτισμό. Και πολιτισμός είναι η νίκη κατά των αδυναμιών
του ανθρώπου. Μια από τις αδυναμίες είναι και η ψυχαγωγία. Τα πανηγύρια, εκτός
των άλλων υπηρετούσαν και αυτό το σκοπό.
Υπηρετούσαν... Δεν υπηρετούν. Εξυπηρετούν. Με μικρές φωτεινές εξαιρέσεις τα
πανηγύρια κατάντησαν “αιτία κονόμας” και μέθοδος απόκτησης κέρδους.
Κι ας φωνάζουν, όσοι έζησαν και υπηρέτησαν σ' όλη τη ζωή τους την
παράδοση.
«Παράδοση και τραγούδι
τα καλύτερά μας όπλα», «χωρίς όπλα μπορεί να πολεμήσαμε, αλλά χωρίς τραγούδια
ποτέ», «να μην αφήσουμε τη γενιά μας, τις επόμενες γενιές να ορφανέψουν από την
παράδοση».
Με απόλυτο σεβασμό στην παράδοση διοργανώνει κάθε χρόνο η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας το πανηγύρι στο Θέατρο της Πέτρας
Ο χορός, ο πανηγυριάτικος είναι η εκδήλωση της ενδιάθετης βούλησης κάθε
χορευτή. Το τραγούδι που είναι τέχνη, άρα και πνευματική
μεταστοιχείωση της πραγματικότητας, -“αποτύπωση” συναισθημάτων σε καλλιτεχνική
μορφή-, παίρνει, δυστυχώς, άλλη, σαθρή και ενίοτε βλακώδη διάσταση.
Προκειμένου να εξαρθεί «κοσμολογικά» η γυναικεία ομορφιά στο δημοτικό
τραγούδι τότε συγκρίνεται με τα δυο άστρα. Ήλιο και Φεγγάρι.
Εσύ είσαι ένας ήλιος,
φεγγάρι λαμπερό,
που θάμπωσες το φως μου
και δεν μπορώ να διω.
Να δούμε και τα εμπορικά κατασκευάσματα:
Λάι, λάι, λάι, λάι, λάι, λάι, λάι, λάι, λάι,
λάι, λάι, λάι, λάι, λάι, λάι, λάι, λάι, λάι.
Αγαπώ ένα μωρό,
νταχτιρντί, νταχτιρντί και πω πω πω,
τ’ αγκαλιάζω, το φιλώ, το φιλώ, το φιλώ.
Παίζονται, ακούγονται και χορεύονται αβέρτα στα πανηγύρια μας...
Εκεί, κάτω από τους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας, του αρμόνιου, του ντραμς
κ.ο.κ., σε μια ατμόσφαιρα τσικνισμένη πανταχόθεν, έτσι ώστε να
δημιουργηθεί το “πανηγυριάτικο νέφος”, αμπ'δάν αρκουδοειδώς, αφού
κατευθύνονται ρυθμικά και “μελωδικά” από το άσμα:
“Κούκλα μου μην επιμένεις, σε παρακαλώ,
άλλα χείλη γυναικεία δεν ξαναφιλώ.
Τα δυο χείλη μου μου τα στέγνωσες,
τη ζωή μου εσύ μου τη ρήμαξες”.
Ξέχασα να αναφέρω πως τελευταία εν εξάρσει βρίσκεται και η πρακτική της
απονομής βραβείων.
Μοιραστήκανε με το τσουβάλι οι βραβεύσεις στις φετινές καλοκαιριάτικες
πολιτιστικές εκδηλώσεις στα χωριά μας. Επαΐοντες και μη, καθώς και διάφοροι
επιτήδειοι ...''σωτήρες'', πήραν το βραβείο τους, για την «προσφορά» τους,
κύρια της ...επιδοτούμενης “διατήρησης” της παράδοσής μας ...
«Γιατί η παράδοση έχει αξία μονάχα όταν δεν στηρίζεται στην αναπαράσταση,
αλλά στην καθημερινή και δίχως επιτήδευση ζωή μας.» Μάνος Χατζηδάκης
[...]
Φούσκωσαν τα Τζουμέρκα
από Βραβεία. Εγώ βραβεύω, εσύ βραβεύεις, αυτός βραβεύει… Ποιος, ποιοι, ποιον,
ποιους; Μα φυσικά όλους τους (έν) ασχολούμενους με την παράδοση. Το βραβείο
μπορεί να είναι και ένας τρόπος αυτοεπιβεβαίωσης, ύπαρξης, με την έννοια της
διδασκαλίας του Σαρτ. Σε βραβεύω, με βραβεύεις, άρα συνυπάρχουμε… Κι αφού
συνυπάρχουμε, έστω και «παραδοσιακά»- ενίοτε δίνουμε και απάντηση στα υπαρξιακά
κενά και αδιέξοδά μας. Τα σφραγίζουμε, βάζουμε βουλοκέρι με άλλο υλικό. Εκ
παραδόσεως ορμώμενο. Καλυπτόμαστε, καλυφτήκαμε και του χρόνου να είμαστε καλά.
Μακράς διάρκειας ή μακράς απόδοσης κάλυψη παρέχει η παράδοση.
Υπήρξε «παραδοσιακή βραδιά» που βραβεύτηκαν δεκαοχτώ άτομα από έναν ιδιώτη.
Μπουχτίσαμε στα βραβεία...
Και μετά βάρεσαν τα κλαρίνα, αμπ’δήσαμε και λίγο, ήπιαμε και τον άμπακα,
που έλεγε και η γιαγιά μου και πήγαμε και ξεραθήκαμε στα κρεβάτια μας. Την άλλη
μέρα, να τα ματζούνια (παραδοσιακά, βεβαίως-βεβαίως), να τα τσάγια του βουνού,
από υψόμετρο παρακαλώ, να τα έμπλαστρα κατακούτελα, παγοκύστες κλπ… και το
χειρότερο, αβέρτα ο εξάψαλμος. «Τα ξέρω εγώ, δεν είσαι για πουθενά… Εμένα μ’
έφαγε το σπίτ’. Εσύ γκιζεράς ..»
Κι αν τολμήσεις να διαφωνήσεις δεν σε ξεπλένει ούτε ο Άραχθος κατεβασμένος.
Για σιγά όμως. Κάπου ακούω τη φωνή του Παλαμά.
«Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα».
Και είναι φωνή, ατόφια ελληνική, γνήσια και ορθή!
Αν είναι να χτίσουμε πύργους ή να λειτουργήσουμε ναούς, θρονιάζοντας εκεί
μια ψεύτικη παράδοση, δεν χρειάζεται! Κακό κάνουμε. Κάτι παραπάνω. Είμαστε
ιερόσυλοι!
«…φυτρώστε, ουρλιάστε, φουσκώστε…»
Πληθυντικός αριθμός. Πολύ σωστά, γιατί η λαϊκή παράδοση περιλαμβάνει το
σύνολο των έργων ή δραστηριοτήτων που εκφράζουν το λαό της και χαρακτηρίζεται
από την ανωνυμία και τη συλλογικότητα.
Με εξαίρεση φωτεινές περιπτώσεις, αν τη βρει κανείς αυτή τη συλλογικότητα,
«να μού σφυρίξει κλέφτικα». Η παράδοση «φορτώνεται» από την πρωτεύουσα και
μεταφέρεται, όπου δει ή μάλλον όπου «οικονομεί». Και βεβαίως, να τα νταούλια,
να οι καραγκούνες, να και τα αμπδήματα που θα έλεγε και η γιαγιά μου. Και έτσι
πιστεύουμε ότι υπηρετούμε την παράδοση. Θα έρθουν οι άρχοντες, θα
χειροκροτήσουν οι αρχόμενοι, θα εκδοθεί και δελτίο τύπου που θα αναφέρει ότι ο
τάδε ή η τάδε πολιτικός παρευρέθη (ειδησάρα!!!).
«Οι άνθρωποι αυτοί της εξουσίας δεν παίζονται. Είναι βά ρ β α ρ ο ι! μας
έχουν σκάσει τη μπάκα!». Φωνή απόγνωσης ανθρώπου, γνώστη και αληθινού
εργάτη της παράδοσης.
Αυτά, και να ‘μαστε καλά να πάμε και σε άλλη παραδοσιακή βραδιά.
Η συνέχεια; Επιχορήγηση… Αυτό κι αν είναι πονεμένη ιστορία…
Για να σοβαρευτούμε.
«Ένα μέρος του παρελθόντος πεθαίνει κάθε στιγμή και η θνησιμότητά του μας
μολύνει, αν προσκολληθούμε σ' αυτό με υπερβολική αγάπη. Ένα μέρος του
παρελθόντος μένει πάντα ζωντανό και κινδυνεύουμε καταφρονώντας τη ζωντάνια
του». Rex Warner.
Και συνέχιζε ο Σεφέρης:
«Σε κάθε ανθρώπινο πρόβλημα δεν είναι εύκολο -και λίγοι το πετυχαίνουν- να
ξεχωρίσεις το ζωντανό από το θνησιμαίο. Οι δρόμοι της ζωής και του θανάτου
είναι μπερδεμένοι και σκοτεινοί, γι' αυτό χρειαζόμαστε ολόκληρη την προσήλωσή
μας. Εδώ κείται όλο το πρόβλημα της παράδοσης».
Τουτέστιν μεθερμηνευόμενα μπορούμε να πούμε πως τα παραδοσιακά στοιχεία
διακρίνονται σε θνησιγενή και ζωντανά. Θνησιγενή είναι όσα (έχουν το θάνατο
μέσα τους), λειτούργησαν αλλά πλέον δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της
σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτά αναγκαστικά παίρνουν μουσειακή
μορφή, για να συντηρείται η ιστορική μνήμη. (Αυτοί είμαστε, έτσι έζησαν οι
πρόγονοί μας κλπ). Υπάρχουν όμως και τα ζωντανά παραδοσιακά στοιχεία, όσα
δηλαδή προσαρμόζονται στις σύγχρονες ανάγκες.
Με δυο λόγια το θέμα μας είναι:
«Υπάρχει στον καιρό μας μια υπερβολική και αυθαίρετη χρήση της έννοιας
παράδοση. Δημιουργούμε παραστάσεις και αποτυπώνουμε τις έγχρωμες φωτογραφίες
στη μνήμη των προγόνων μας. Μπερδεύουμε τους Ήρωες και το περιεχόμενό τους και
τους κάνουμε να ζουν δισδιάστατα όπως στον Καραγκιόζη ο Μέγας Αλέξανδρος με τον
Βεζύρη. Και οι δυο μεγαλόπρεποι και συμπαθείς. Μας εκστασιάζει ο τσάμικος μέσα
σε ντισκοτέκ. Είμαστε σε θέση λοιπόν να βρούμε την αληθινή ροή μας μες στους
καιρούς που έρχονται, για να δεχθούμε κάποτε μια οδυνηρή πραγματικότητα σαν την
μόνη αλήθεια; Ποιά είναι τα ηθικά στοιχεία μέσα απ’ την παράδοση για να τα
συλλέξουμε και πως θα επιτευχθεί η απόρριψη του γραφικού;» Μάνος Χατζιδάκις
Αυτά τα λόγια του Μάνου Χατζηδάκη αν τα ενστερνιστούμε, πιστεύω πως θα
δώσουμε τη σωστή απάντηση στα πολιτιστικά δρώμενα στα Τζουμέρκα και θα
αποτρέψουμε κάθε οικονομική και πολιτική εκμετάλλευση των πολιτιστικών
δραστηριοτήτων μας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες...
Γιατί, πώς αλλιώς να
το πούμε; Μ' αυτά και μ' άλλα γίνεται κάθε καλοκαίρι “της πανηγύρεως ο
βιασμός”. Αιδώς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια σε γκρήκλις. Καλύτερα να έχουμε ορθογραφικά λάθη παρά να καταστρέφουμε την γλώσσα μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.