Οι θυσίες αίματος των ντόπιων
Μακεδόνων Ελλήνων (1)
(Από το βιβλίο του Ιωάννη Χολέβα: Οι Έλληνες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, εκδ. Πελασγός, 1999)
ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΟΦΩΝΩΝ
ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
α: Σλαβόφωνοι αρματολοί
και κλέφτες της Μακεδονίας
1. Ο αρματολός Μεϊντάνης
Οι πηγές δεν τον
αναφέρουν ως σλαβόφωνο, αλλά έτσι τον θέλει η παράδοση. Σύμφωνα με τα
‘’Ενθυμήματα…’’ του Μακεδόνα αγωνιστή Ν. Κασομούλη (πού δίνει στοιχεία από
αφήγηση του καπετάνιου του Ασπροποτάμου Νικολού Στουρνάρη) ο Μεϊντάνης
καταγόταν από την Κοζάνη, έζησε γύρω στα 1660-1690 και έδρασε στις περιοχές
Καστοριάς-Έδεσσας-Βέροιας-Σερβίων-Ελασσόνας-Τρικάλων. Είχε σημειώσει μεγάλες
επιτυχίες σε βάρος των Τούρκων και ανάγκασε τον πασά των Τρικάλων να του δώσει
το αρματολίκι της περιφερείας του, στο οποίο παρέμεινε για πολλά χρόνια. Είχε
την επικυριαρχία στις επαρχίες Μοναστηρίου, Φλωρίνης, Εδέσσης, Κοζάνης,
Γρεβενών, Καστοριάς, Βέροιας, Τρικάλων κ.α. Στα 1695 τού αφαιρέθηκε το
αρματολίκι, το οποίο δόθηκε στον τουρκαλβανό Αλιμάν. Έτσι, ο Μεϊντάνης
ξαναγύρισε στην κλεφτουριά. Το Μάρτιο του 1700, μετά από προδοσία, οι Τούρκοι
τον συνέλαβαν, παρά την αντίστασή του, στο Γαρδίκι τού Άσπροποτάμου, τον
μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, όπου και τον σκότωσαν. Η δολοφονία του είχε ως
συνέπεια να ξεσηκωθούν οι διάδοχοί του αρματολοί και να υποχρεώσουν τον
σουλτάνο να δώσει ανεξαρτησία στα αρματολίκια Σερβίων, Γρεβενών, Βεροίας,
Κοζάνης, Σερρών κ.α. Τα αρματολίκια αυτά κατείχαν οι Μπασδέκης, Βλαχάβας,
Παγαίος, Φαρμάκης, Νικοτσάρας (σλαβόφωνος) κ.α.
2. Ο αρματολός Νικοτσάρας
(Σημ. Κατά τον Ιωάν.
Βασδραβέλη ήταν σλαβόφωνος, σύμφωνα με τόν Αχιλ. Λαζάρου κ.ά. βλαχόφωνος).
β. Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821
Το 1796 ο
Αλή-πασάς κινήθηκε προς την Δυτ. Μακεδονία. Αφού νικήθηκε από τούς Έλληνες στον
Όλυμπο και την Νάουσα, έκανε δεύτερη απόπειρα το 1798, που επίσης απέτυχε. Στην
τρίτη επιχείρηση το 1804, κατέλαβε την Νάουσα, παρά την ηρωική αντίσταση των
Ελλήνων υπερασπιστών της. Αλλά, ο έξοχος δυτικομακεδόνας αρματολός Νικοτσάρας,
συνέχισε τον αγώνα, στην θάλασσα, στο Βόρειο Αιγαίο. Μετά την αποχώρηση του Αλή-πασά,
με ένα σώμα από 550 άνδρες, αποβιβάσθηκε, προχώρησε στο Δεμίρ Ίσάρ
(Σιδηρόκαστρο), νίκησε τους Τούρκους καί στράφηκε προς βορρά. Οι Τούρκοι του
Μελένικου, με μισθοφόρους Βουλγάρους, επιχειρούν να τον σταματήσουν, αλλά
νικούνται και ο Νικοτσάρας μπήκε νικητής στο Νευροκόπι. Όταν βρέθηκε μπροστά σε
πολύ μεγάλη δύναμη, υποχώρησε στη Ζίχνα, όπου κυκλώθηκε από 15.000 Τούρκους.
Κατόρθωσε όμως νά διασπάσει τόν κλοιό καί από την Ρεντίνα να περάσει στην
Χαλκιδική.
Συγχρόνως με τον
Νικοτσάρα, στο Μένοικο αγωνίζεται ηρωικά κατά των Τούρκων ο Σερραίος αρματολός
Τσέλιος Ρουμελιώτης.
Ο Αλή-πασάς τό
1807 ξαναγύρισε στη Μακεδονία καί επετέθη κατά του αρματολικίου τού Ολύμπου, οι
άνδρες του οποίου υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στα πλοία. Σχηματίσθηκε στόλος από
70 πλοία, με συμμετοχή των Ρομφέη, Νικοτσάρα υπό την αρχηγία τού Γιάννη Σταθά.
Έγιναν τόσες καταστροφές σε βάρος των Τούρκων, ώστε αυτοί συνθηκολόγησαν και άφησαν ελευθέρα τα αρματολίκια τους.
Το 1808
ξεσηκώθηκαν πάλι τά αρματολίκια, πού αναγκάσθηκαν ξανά να βρουν διέξοδο στο ναυτικό
αγώνα. Αρχηγοί ήταν, ο Νικοτσάρας, ο Βλαχάβας καί οι αδελφοί Λάζου. Ο Βλαχάβας
συνελήφθη μετά από προδοσία Αλβανών καί θανατώθηκε από τον Αλή-πασά στα
Γιάννινα. Ο Νικοτσάρας σκοτώθηκε κοντά στην Κατερίνη καί θάφτηκε στην Σκιάθο.
Όπως γράφει ο Γ.
Χ. Μόδης: “ήλθε καί η Επανάσταση του 1821, για νά πιστοποιήση άλλη μία φορά
ότι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, αποτελούσαν μία καί ενιαία ολότητα
στη μάχη καί στη συμφορά. Τά γιαταγάνια των βασιβοζούκων του Αμπουλαμπούτ πασά,
δεν έκαμναν καμμιά διάκριση. Η Νάουσα, ή Χαλκιδική καταστράφηκαν καί τα χωριά
της Κεντρικής Μακεδονίας ερημάχθηκαν. Ο Αμπουλαμπούτ πασάς καυχήθηκε ότι σε
απέραντες εκτάσεις, πετεινός δεν λαλούσε. Η Νάουσα μάλιστα είχε καταστραφεί
όπως βεβαιώνεται από τα αρχεία του ιεροδικείου Βεροίας καί κατά τό 1702, όταν
κατέσφαξε την επιτροπή των γενιτσάρων πού πήγε να ενεργήσει το παιδομάζωμα.
Σλαβόφωνοι, ώς ό Γάτσος, έγιναν καί στρατηγοί. Βλαχόφωνοι, όπως ό Γεωργάκης
Ολύμπιος, αναδείχθηκαν ήρωες από τούς ευγενέστερους. Εκδηλώθηκε τότε πηγαία,
αυθόρμητη, ανεπηρέαστη και ατόφια η μακεδονική ψυχή... “.
Και ο Φιλ.
Δραγούμης: “Πόσοι αγωνιστές του 1821 δεν ήταν αλλόγλωσσοι; Ποιος μπορεί νά
ισχυρισθεί πώς οι αλβανόφωνοι Υδραίοι και Σπετσιώτες, οι Σουλιώτες και οι
δίγλωσσοι Χειμαρριώτες, οι βλαχόφωνοι αρματολοί και κλέφτες, οι σλαβόφωνοι
καπεταναίοι (π.χ. ο Χατζηχρίστος, ο Βάσος) και τα παλληκάρια των, οι
τουρκόφωνοι από τη Μικρασία πολεμιστές, δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες πατριώτες;...
“.
Θα κάνουμε παρακάτω
ξεχωριστό λόγο για τούς σλαβόφωνους Μακεδόνες ηγέτες τού 1821 πού ακολουθούνταν
από πλήθος σλαβοφώνων αγωνιστών τον Άγγ. Γάτσο, τον Διαμαντή Νικολάου και τον
Χατζηχρίστο.
Αγγελής
Γάτσος
Υπήρξε από
τούς γενναιότερους οπλαρχηγούς τής Επανάστασης. Γεννήθηκε στους Σαρακηνούς της
Εδέσσης το 1771. Από τα τέλη του 18ου αίω. ήταν αρματολός στον Όλυμπο καί
αγωνίζονταν στο πριν την Επανάσταση διάστημα, αν καί διώκονταν από τόν Αλί-πασά
των Ιωαννίνων.
Στη Νάουσα είχε
ιδρυθεί από τις παραμονές τής Επανάστασης, επαναστατικό κέντρο με τή συμμετοχή
των Ζαφειράκη Λογοθέτη από τούς προύχοντες, Αναστάσιου Καρατάσιου αρχικλέφτη
τού Βερμίου (βλαχόφωνου) και Αγγελή Γάτσου, αρχικλέφτη της Έδεσσας.
Την οργάνωση τού
αγώνα στη Νάουσα ανέλαβαν οι Καρατάσιος, Γάτσος καί Συρόπουλος.
Ο Γάτσος είχε
πελώριο ανάστημα, μέτωπο πλατύ, ήταν ξανθός, δασύτριχος, ρωμαλέος καί
ανδρειότατος. Ήταν αφοσιωμένος στον Καρατάσιο με τόν οποίο τόν συνέδεαν κοινοί
αγώνες καί φιλία. Η κατάσταση στην περιοχή τού Βερμίου ήταν ανήσυχη κυρίως λόγω
τής εξέγερσης στη Χαλκιδική. Τον Φεβρουάριο 1822 κι αφού μάταια περίμεναν
ειδήσεις από τόν Υψηλάντη, συνήλθαν οι επικεφαλής τής επανάστασης τής Νάουσας
σε σύσκεψη πού έγινε στο μοναστήρι τής Παναγίας τού Δοβρά. Συμμετείχαν οι
Ζαφειράκης, Καρατάσιος, Γάτσος κ.α. Κλήθηκαν όλοι οι αρματολοί καί
διατάχθηκε συγκέντρωση όπλων, πολεμοφοδίων καί τροφίμων.
Την Κυριακή τής
Ορθοδοξίας (19-2/3-3-1822) στην εκκλησία του Αγ. Δημητρίου κηρύχθηκε, μέσα σε
εκδηλώσεις ενθουσιασμού, η επανάσταση. Ο Καρατάσιος ορίσθηκε αρχηγός τής
επανάστασης κι αυτός έκαμε την κατανομή των δυνάμεων των υπερασπιστών τής
Νάουσας. 450 πολεμιστές (οι πιο πολλοί δίγλωσσοι) ήρθαν από τά χωριά Δαρζίλοβο,
Όσλιανη κ.α. με αρχηγούς τόν Αγγ. Γάτσο καί τούς (επίσης σλαβόφωνους) αδελφούς
Σιούγκαρα.
Ο Καρατάσιος
διαίρεσε όλη τή δύναμη (από 4-5.000 άνδρες περίπου) σε 3 φάλαγγες. Μία ανέλαβε
προσωπικά ο ίδιος με υπαρχηγό τόν δευτερότοκο γιό του Τσάμη Καρατάσιο. Την δεύτερη ανέθεσε στον Αγγ. Γάτσο, με υπαρχηγό τόν αδερφό του Πέτρο καί την τρίτη
ανέθεσε στον γιό του Γιαννάκη Καρατάσιο πού ορίσθηκε φρούραρχος τής Νάουσας.
Την επομένη ο γερο-Καρατάσιος, παίρνοντας μαζί του τούς άνδρες τού Αγ. Γάτσου, τόν Σιούγκαρα
καί τόν Ραμαντάνη (δύναμη περ. 1800 πολεμιστών), εξεστράτευσε προς κατάληψη τής
Βέροιας. Στον Πέτρο Γάτσο, με 200 άνδρες, ανέθεσε την διακοπή των συγκοινωνιών μεταξύ
Βέροιας καί Γιαννιτσών καί την τοποθέτηση φυλακίων. Η επίθεση εκδηλώθηκε κάτω
από δυσχερείς συνθήκες, αλλά οι Τούρκοι υπέστησαν δεινή ήττα καί είχαν 1500
νεκρούς καί τραυματίες, ενώ οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες.
Την ήττα
πληροφορήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Μεχμέτ Έμίν Έμπού Λουμπούτ, πού συγκέντρωσε
6.000 άνδρες, ιππικό και 12 πυροβόλα και αφού πέρασε από τη Βέροια,
κατευθύνθηκε στη Νάουσα. Οι Ναουσαίοι αρχηγοί ορκισθήκαν να δώσουν τον υπέρ
όλων αγώνα. Ο Γάτσος κατέλαβε τό μοναστήρι τού Αγ. Προδρόμου καί τά Καραούλια.
Βλέποντας από την κορυφή τού Κουκουλιού τις κινήσεις των Τούρκων, διέταξε τόν
αδερφό του Πέτρο νά καταλάβει θέση ανάμεσα στον Αγ. Πρόδρομο καί στο Κουκούλι
κι έτσι οι Τούρκοι τέθηκαν μεταξύ δύο πυρών. Τό τέχνασμα πέτυχε καί οι Τούρκοι
υπέστησαν πανωλεθρία.
Ο Έμπού Λουμπούτ
από την 14-4-1822 πήρε καί νέες ενισχύσεις καί άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό
τεσσάρων ήμερών. Στις 18-4-1822, ύστερα από λυσσώδεις μάχες, Περικύκλωσε τή
Νάουσα, όπου μπήκε στις 24-4-1822 καί οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε σφαγή, λεηλασίες
καί εμπρησμούς. Ο γερο-Καρατάσιος με υπαρχηγό τόν Γάτσο καί άλλους αρχηγούς
τούς Δουμπιώτη, Συρόπουλο, Λάζο καί Κότα καί τό γιό του Τσιάμη, με 300 άνδρες,
πέρασε στη Θεσσαλία καί κατευθύνθηκε στον Ασπροπόταμο.
Στις 30-6 -1822
Ισχυρό τουρκικό σώμα υπό τόν Αχμέτ Βρυώνη, αποτελούμενο από 10.000 Αλβανούς,
πρόσβαλε το ελληνικό στρατόπεδο τής Πλάκας. Εκεί έπεσε ο αδερφός τού Άγγελου, Πέτρος.
Μετά την
καταστροφική μάχη του Πέτα (4-7-1822) ο Καρατάσιος πήγε στην Εύβοια, ενώ ό Αγ.
Γάτσος, επικεφαλής 100 παλιών του συμπολεμιστών (κατά το πλείστο σλαβόφωνων)
Μακεδόνων, ακολούθησε τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο, όπου πήρε μέρος
στη μάχη των Δερβενακίων υπό τόν Θεοδ. Κολοκοτρώνη, αγωνίσθηκε με μεγάλη
ανδρεία, απέσπασε τόν θαυμασμό των Πελοποννησίων μαχητών καί συνέβαλε σοβαρά
στη νίκη κατά του Δράμαλη.
Ο υπασπιστής τού
Κολοκοτρώνη Φωτάκος Χρυσανθόπουλος στο έργο του ‘’Βίοι’’ κ.λ.π. σ. 193,
χαρακτηρίζει ως εξής τούς Μακεδόνες πολεμιστές: “Ο περίφημος Καπετάν Γάτσος,
εις το όπλα εκ γενετής και σύντροφος αχώριστος του Ολύμπου και οι στρατιώται
του Μακεδόνες επολέμησαν εις τό Βασιλικά καί τό Δερβενάκια γενναίως καί οι
Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδον άνδρας, έχοντας ζήλον καί
εθνισμόν μέγαν”.
Τόν Γάτσο
συναντούμε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1823 στη Σκιάθο μαζί με τόν Καρατάσιο,
Διαμαντή κ.α. Ο Γάτσος προτείνει ν’ αντιταχθούν σε κάθε απόπειρα απόβασης
εχθρικών στρατευμάτων του Μεχρέτ Τοπάλ Χοσρέβ πασά. Η πρόταση έγινε δεκτή. Οι
αρχηγοί πήραν θέσεις μάχης. Ο Γάτσος πήρε την πιο επικίνδυνη θέση, τό Οβριόκαστρο.
Την 9-10-1823 οι
Τούρκοι άρχισαν σφοδρό βομβαρδισμό στην Πελοπόννησο οι Μακεδόνες υπό τόν
Καρατάσιο καί τόν Γάτσο είναι παρόντες. Ο Γάτσος με 1400 Μακεδόνες καί
Στερεοελλαδίτες, μαζί καί με τούς Χατζηχρίστο καί Κοντογιάννη δέχθηκαν επίθεση
από 2000 ιππείς μαμελούκους καί 1500 πεζοναύτες Αιγύπτιους καί αναγκάσθηκαν νά
υποχωρήσουν αφήνοντας 45 νεκρούς καί πολλούς τραυματίες καί αιχμαλώτους. Η
κατάσταση στην Πελοπόννησο χειροτέρευε. Ό Καρατάσιος ανησύχησε για την τύχη των
γυναικοπαίδων πού έμειναν στη Σκιάθο κι έφυγε για τό νησί με 300 πολεμιστές,
αφήνοντας στην Πελοπόννησο ώς αντικαταστάτη του τόν Γάτσο.
Στις
επιχειρήσεις του Ευρίπου σημειώθηκε διάσταση απόψεων μεταξύ Καρατάσιου καί του
Γάτσιου, πού γύρισε από την Πελοπόννησο (ο Γάτσος κατηγόρησε τόν Καρατάσιο ως
αποτυχόντα στον Εύριπο, στα σχέδια προσβολής των Τούρκων). Ο Γάτσος έμεινε
εκεί, αλλά συγκρότησε ξεχωριστή ομάδα με συνεργάτες τόν Δουμπιώτη, τόν Μπίνο
κ.α. καί ζήτησε από την κυβέρνηση ν’ ανατεθεί σ’ αυτόν ή αρχηγία. Η κυβέρνηση
αρνήθηκε γιατί είχε μεγάλη εκτίμηση και εμπιστοσύνη στον Καρατάσιο. Για
συμβιβασμό ή κυβέρνηση έστειλε στις 13-9-1826 τόν Κωλέτη, μαζί με τό γιό του
Εμ. Παπά, Αθανάσιο.
Στις 3-11-1826
οι Ολύμπιοι άρχιζαν νά καταφθάνουν στην Αταλάντη καί την 8-11 ο Γάτσος με τούς
500 πολεμιστές του επετέθη κατά τής πόλης καί κατέλαβε τον σταθμό ανεφοδιασμού.
Ανάμεσα στην Αταλάντη καί την Λιβαδειά έδωσε μάχη με τον στρατό του Μουστάμπαση
από τή Θήβα, όπου είχε μεγάλες απώλειες. Ό Γάτσος πολέμησε ανδριότατα καί μαζί
με τόν καπετάν Βελέντζα από τόν Αλμυρό καί 80 πολεμιστές οχυρώθηκε σε μία
ερειπωμένη εκκλησία. Οκτώ ώρες έκανε επιθέσεις εναντίον τους ο Μουστάμπασης πού
υπέστη πολλές απώλειες καί οι Μακεδόνες πολεμιστές σώθηκαν χάρη στην παρέμβαση
του γερο-Καρατάσιου. Έτσι ξανασυνδέθηκαν οι δύο ηγέτες Καρατάσιος καί Γάτσος. Την
νύχτα της 25-11-1827 ό Καρατάσιος με συνεργάτη τόν Γάτσο καί τούς Μπίνο,
Λιακόπουλο, Αποστολάρα καί Βελέντζα, αποβιβάσθηκε κρυφά στην παραλία του
Τρίκερι καί μετά από αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβε τό λιμάνι. Οι αμυνόμενοι
Τούρκοι ζήτησαν ενισχύσεις, πού έφτασαν, αλλά υπέστησαν πανωλεθρία.
Ο Γάτσος
συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι την απελευθέρωση. Πέθανε το 1839 πάμπτωχος με το
βαθμό του Συνταγματάρχη τής φάλαγγας και κηδεύτηκε στην Αταλάντη. Στον Αγώνα
πήραν μέρος και τα μέλη τής οικογένειάς του, επίσης σλαβόφωνοι. Ό αδερφός του
Πέτρος σκοτώθηκε -όπως αναφέραμε- τον Ιούνιο του 1822 στην Πλάκα. Ο γιος του
Νικόλας Γάτσος, είχε συλληφθεί ώς όμηρος από τούς Τούρκους μετά την καταστροφή
τής Νάουσας. Τό 1830 απελευθερώθηκε από τόν πατέρα του καί διακρίθηκε αργότερα
για την ευρεία μόρφωσή του. Ο Όθων τόν έστειλε στο Μόναχο για σπουδή τής
στρατιωτικής επιστήμης. Ο Μήτσος Γάτσος, υιοθετημένος από τόν Αγγελή, προγονός
του, τόν ακολούθησε σ’ όλες σχεδόν τις μάχες, στις οποίες καί διέπρεψε κι
έφτασε μέχρι τό βαθμό τού αντιστρατήγου.
Καπετάν
Διαμαντής Νικολάου - Ολυμπίτης.
Ήταν
από τούς αρματολούς τού Ολύμπου, των Πιερίων καί των βουνών τής Έδεσσας,
επικεφαλής 100 ανδρών (μαζί του ήταν καί ό Καρατάσιος με 100 άνδρες καί ό
Συρόπουλος με 100 άνδρες). Ήταν σκληρός πολεμιστής, άγριος στην όψη καί
ιδιόμορφος ώς χαρακτήρας.
Όταν ό αρχηγός
τής Επανάστασης τής Χαλκιδικής Σερραίος μεγαλέμπορος Εμ. Παπάς (Πού ξεκίνησε
στις 23-3-1821) ήρθε σε δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας τεράστιες εχθρικές δυνάμεις,
απευθύνθηκε στον Δημ. Υψηλάντη καί τόν Ιούνιο τού 1821 έστειλε 12000
γρόσια στον αρματολό τού Ολύμπου καπετάν -Διαμαντή ζητώντας στρατιωτική
ενίσχυση. Ο Διαμαντής έδωσε χρήματα καί πυρομαχικά σε μέρος των ανδρών του,
περ. 400, καί υπό την ηγεσία των υπαρχηγών του Μήτρου Λιακόπουλου ή Λιάκου καί
Κωνστ. Μπίνου τούς έστειλε νά βοηθήσουν τούς άλλους επαναστάτες. Πραγματικά ή
άφιξή τους στη Χαλκιδική εμψύχωσε αυτούς πού αγωνίζονταν εκεί καί τέθηκαν
επικεφαλής τής άμυνας τής Χερσονήσου τής Κασσάνδρας. Στις αρχές Ιουλίου έφτασε
εκεί καί ό Διαμαντής. Αυτός, χρησιμοποιώντας διάφορα κλέφτικα τεχνάσματα,
αιφνιδίασε τούς Τούρκους καί τούς προκάλεσε απώλειες γύρω στους 500 νεκρούς.
Κατόπιν, ό Διαμαντής έφυγε για τόν Όλυμπο για νά φροντίσει για τή συγκέντρωση ανδρών.
Ο Μουτεσαρίφης
της Θεσσαλονίκης Έμπού Λουμπούτ, αφού ξεκαθάρισε την κατάσταση στην Κασσάνδρα,
(όπου σκοτώθηκαν τά 3/4 των Ελλήνων μαχητών) αποφάσισε να πάρει μέτρα κατά τού
Διαμαντή πού κατασκεύαζε στην Καστανιά τής Βέροιας οχυρωματικά έργα.
Εκεί ο Διαμαντής
με τόν Γούλα Δράσκου ήταν επικεφαλής 300 κλεφτών.
Στις 8-3-1822
κηρύχθηκε ή Επανάσταση καί στα Πιέρια κι ό Διαμαντής με τούς 300 του επετέθη
κατά τού Κολινδρού πού κατεχόταν από 1500 Τούρκους. Έγινε φονική μάχη. Ο
Διαμαντής πού δεν μπόρεσε νά καταλάβει τόν Κολινδρό αποσύρθηκε στα Ν.Δ. όπου
συνέχισε τόν αγώνα.
Μετά την πτώση
τής Νάουσας (21-4-1822) στην περιοχή τής Κατερίνης οργανώθηκε δύναμη με τούς
Διαμαντή, Κώστα Νικολάου (αδερφό του), Καραμήτσο, Σάλα καί Κασομούλη καί τό
πυροβολικό τού Λεζίνσκυ. Οι Τούρκοι με 4.000 πεζούς καί 6000 ιππείς επετέθησαν
κατά των ελληνικών θέσεων από τρία σημεία, αλλά απέτυχαν, καταδιώχθηκαν καί
αποκλείσθηκαν στον Κολινδρό. Ο Διαμαντής τραβήχτηκε πάλι στα υψώματα τής
Καστανιάς. Οι Τούρκοι τού Κολινδρού με δύναμη 2000 πεζών καί ιππέων χτύπησαν
τόν Διαμαντή με δύο φάλαγγες. Η θέση τού Διαμαντή έγινε δύσκολη. Αλλά, οι
Τούρκοι έχασαν εκεί τό μεγαλύτερο μέρος τής δύναμής τους. Ο Διαμαντής υποχώρησε
προς τή Μηλιά, όπου ενώθηκε με τά αρματολικά σώματα τού Γούλα καί τού Λάζου. Αργότερα,
μαζί με τόν Κασομούλη κατέφυγαν στα Κρύα Νερά καί στη συνέχεια, με τόν Γούλα,
τόν Τόλιο, τόν Λάζο κ.α. διασκορπίσθηκαν στον Όλυμπο καί στα Πιέρια.
Μετά από σύσκεψη
των αρχηγών στο μοναστήρι τού Αγίου Διονυσίου τού Ολύμπου, αποφασίσθηκε ή
κάθοδος των Μακεδόνων αγωνιστών στη Νότια Ελλάδα.
Ο Διαμαντής, με
δικό του πάντα σώμα πολεμιστών από 250 άνδρες μαζί με τούς Γούλα Δράσκου, Μήτρο
Λιακόπουλο ή Λιάκο καί Κωνστ. Μπίνο έφυγαν για Σκόπελο καί Σκιάθο.
Στο τέλος
Ιουνίου τού 1822 ο ‘’Άρειος Πάγος” (τό πολιτικό Σώμα τής Ανατολικής Ελλάδας)
απέστειλε στις Βόρειες Σποράδες τόν αρεοπαγίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη για να τούς
μεταφέρει στην Εύβοια. Ο Διαμαντής είχε πάει στον Όλυμπο για να παραλάβει τις
οικογένειες των αγωνιστών καί 150 πολεμιστές πού ήταν σκορπισμένοι στα
μακεδονικά δάση, ώστε μόνον 600 Μακεδόνες μετέφερε ό Φαρμακίδης, με τόν
Λιακόπουλο, τόν Μπίνο καί τόν σύγγαμπρο τού Διαμαντή, Καρακώστα. Η μικρή αυτή
δύναμη εκτόπισε τούς Τούρκους από τά Βρυσάκια Χαλκίδας, καί εμψύχωσε τούς
Ευβοείς, οι οποίοι άρχισαν να κατατάσσονται στο μακεδονικό σώμα.
Ο Διαμαντής,
γυρίζοντας από τον Όλυμπο, διορίσθηκε γενικός αρχηγός των επαναστατικών
δυνάμεων τής περιοχής Χαλκίδας και στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 πέτυχε να διαλύσει τούς Τούρκους του στρατοπέδου της Λιθούδας. Η κυβέρνηση προήγαγε τον
Διαμαντή σε στρατηγό και τον διόρισε αρχηγό τής εκστρατείας κατά τής Χαλκίδας.
Δυστυχώς, ο Κριεζώτης, υποκινούμενος από τον Ανδρούτσο, αρνήθηκε να δεχθεί τόν Διαμαντή ώς
αρχηγό καί μετά από εμφύλια σύγκρουση, ο Κριεζώτης αποσύρθηκε στον Άγιο
Λουκά. Ο Ανδρούτσος με ισχυρή δύναμη Ρουμελιωτών επετέθη κατά των ανδρών τού
Διαμαντή, πού ασχολούνταν με την πολιορκία τής Χαλκίδας. Ο Διαμαντής, για νά
αποτραπεί μεγαλύτερης έκτασης εμφύλια σύρραξη, έφυγε για την Σκιάθο.
Στα τέλη τού
Σεπτεμβρίου 1823, ο τουρκικός στόλος τού Χοσρέβ πασά σχεδίαζε νά αποβιβασθεί
στη Σκιάθο. Οι αρχηγοί Καρατάσιος, Διαμαντής, Γάτσος, Περραιβός, Μπίνος,
Λιακόπουλος, Συρόπουλος καί Βελέντζας αποφάσισαν νά προβάλουν αντίσταση. Ο
Διαμαντής έπιασε τό δυτικό τμήμα τού λιμένα. Την 9-10-1823 οι Τούρκοι
επιχείρησαν την απόβαση, ή οποία αποκρούσθηκε καί ο Χοσρέβ απέπλευσε για τόν
Παγασητικό Κόλπο. Ο Διαμαντής με τόν Τσάμη Καρατάσιο καί τό Μήτρο Λιακόπουλο
έγιναν κυρίαρχοι τού νησιού. Ακολούθησε διαφωνία του με τούς άλλους αρχηγούς
καί αποχώρησή του από τή Σκιάθο. Γύρισε στον γνώριμό του Όλυμπο.
Όταν τόν
Ιανουάριο 1828 έφτασε στο Ναύπλιο ο Καποδίστριας, αντιπροσωπεία των Μακεδόνων
από τούς Διαμαντή, Τόλιο Λάζο καί Δ. Σύρο παραβρέθηκε στην ορκωμοσία τού
κυβερνήτη. Σχηματίσθηκε μία ταξιαρχία Μακεδόνων καί Θεσσαλών προσφύγων την
ηγεσία τής οποίας ανέλαβε ο Τόλιος
Λάζος, Πράγμα που δυσαρέστησε τον (αρχαιότερο) Διαμαντή, ο οποίος μαζί με τον
αδελφό του Κώστα γύρισαν πάλι στον Όλυμπο.
Στις 8-10-1828
οι Ολύμπιοι με πρώτο τον Διαμαντή ζήτησαν με επιστολή τους οδηγίες από τον
Καποδίστρια και μαζί υπέβαλαν το αίτημα να συμπεριληφθεί η περιοχή του Ολύμπου
μέσα στα όρια του νέου ελληνικού κράτους. Οι απαντήσεις πού πήραν δεν ήταν
καθόλου ενθαρρυντικές.
Στο μεταξύ οι
Τούρκοι ισχυρίζονταν ότι ο Διαμαντής συγκέντρωνε στον Όλυμπο καί στο Βέρμιο
ληστές καί προς τό τέλος τού 1830 έστειλαν δυνάμεις τους νά συλλάβουν αυτόν καί
τόν Μιχ. Πετσιάβα. Φήμη ότι ο Διαμαντής συνεργάσθηκε με τούς Τούρκους ελέγχεται
ώς ανακριβής.
Χατζή-χρίστος
Ο
Χατζή-χρίστος Δάγκοβιτς γεννήθηκε στο Βελιγράδι, το 1783. Ο πατέρας του καί ο αδερφός του σκοτώθηκαν στη Σερβική επανάσταση τού 1806. Το 1824 έφυγε με την μητέρα του και μετά από περιπλάνηση σε διάφορες χώρες κατέληξε στην Αίγυπτο,
κοντά στον Μεχμέτ Αλή, ο οποίος τον κατέταξε στα σώματα πού πολεμούσαν τούς
αντιζήλους του μπέηδες μαμελούκους (κιολεμίνιδες). Λόγω της ανδρείας του
προήχθη στο βαθμό τού ‘καβιάμπαση’. Στη συνέχεια κατετάγη στο στρατό του Χουρσίτ πασά στη Συρία. Το 1820 ο Χουρσίτ διορίσθηκε διοικητής της Πελοποννήσου.
Όταν ο Χουρσίτ διατάχθηκε να επιτεθεί εναντίον του Αλή-πασά, άφησε στον
Χατζηχρίστο την φύλαξη του χαρεμιού του και των θησαυρών του.
Την 23-9-1821 η Τρίπολη κατελήφθη από τούς επαναστατημένους Έλληνες και ο Χατζηχρίστος πιάσθηκε
αιχμάλωτος. Τότε, σε μία κρίση συνείδησης πού ξύπνησε μέσα του το ελληνικό
εθνικό φρόνημα, ορκίσθηκε μαζί με άλλους στο Ευαγγέλιο να αγωνισθεί για την
Ανεξαρτησία. Από τότε έγινε εξαίρετος πολεμιστής και διακρίθηκε ως αρχηγός του ιππικού. Στο Βαλτέτσι τραυματίστηκε καί το φημισμένο ιππικό του διέπραξε
θαύματα ανδρείας. Στη μάχη κοντά
στο Πετροχώρι, έξω από το Ναβαρίνο, κατά τού Ιμπραήμ πασά (25 έως 30-4-1825)
συνελήφθη αιχμάλωτος, φυλακίσθηκε και βασανίσθηκε από τον Ιμπραήμ ο οποίος τον
αναγνώρισε.
Ελευθερώθηκε
ύστερα από ανταλλαγή με Τούρκους. Πολέμησε με τόν Αυγουστίνο Καποδίστρια στην
πολιορκία τού Αντιρίου καί τής Ναυπάκτου (12 καί 13-3-1 829) καί στις 2-5-1829
κατέλαβε τή Ναύπακτο με συνθήκη.
Μετά την
απελευθέρωση παρέμεινε στο στράτευμα, προήχθη σε στρατηγό από τον Όθωνα και διορίσθηκε
υπασπιστής του.
Πέθανε το 1853.
Βάσος
Έλληνας
σλαβόφωνος Μακεδόνας καπετάνιος τού αγώνα τής ανεξαρτησίας για τον οποίο τα στοιχεία πού υπάρχουν είναι λίγα. Τον αναφέρει ο Φιλ. Δραγούμης (ό.π.) και ο Ι.
Βασδραβέλης. (ό.π., σ. 172). Αυτό πού έγινε γνωστό γι’ αυτόν είναι ότι, μετά
την άτυχή μάχη του Κρομμυδιού οι Πελοποννήσιοι σκόρπισαν στα χωριά τους και οι
Ρουμελιώτες γύρισαν στη Δυτ. Ελλάδα. Στην Πελοπόννησο έμειναν 2000 πολεμιστές
υπό τούς Καρατάσιο, Βάσο, Χατζηχρίστο καί Σκούρτη.
Λοιποί επώνυμοι
σλαβόφωνοι Μακεδόνες αγωνιστές.
Στα
σώματα, τόσο τού Γάτσου, όσο και τού Διαμαντή, αλλά και τού Καρατάσιου,
υπηρετούσε μεγάλος αριθμός ανώνυμων σλαβόφωνων Μακεδόνων, πού πολέμησε με
ηρωισμό για την εθνική ανεξαρτησία.
Επώνυμοι
σλαβόφωνοι αγωνιστές εκτός αυτών πού αναφέρθηκαν παραπάνω, ήταν και οι εξής:
- Οι αδελφοί
Σιούγκαρα. Ήταν ανάμεσα στους υπερασπιστές τής Νάουσας καί ηγούνταν μαζί με τόν
Γάτσο 450 αγωνιστών από τά χωριά Δαρζίλοβο, Οσλιάνη κ.α. Επίσης, πήραν μέρος
στην εκστρατεία για την κατάληψη τής Βέροιας. Στην άμυνα τής Νάουσας οι αδελφοί
Σιούγκαρα κατέλαβαν τή θέση Πλακένια Δραγασιά μαζί με τόν Καρατάσιο. Τουρκική
δύναμη πού παρέκαμψε τή Γάστρα καί πλευροκόπησε τό σώμα τού Καραμήτσου, έπεσε
στα πυρά των Σιουγκαραίων καί αναγκάσθηκε νά υποχωρήσει. ΟΙ Σιουγκαραίοι
ακολούθησαν τόν Γάτσο καί τόν Καρατάσιο στη νότια Ελλάδα όπου επίσης
αγωνίσθηκαν ηρωικά.
- Ο Τσέρνυ
Πέτρη. Στην κατανομή των δυνάμεων για την υπεράσπιση τής Νάουσας (Μάρτιος 1822)
μία φάλαγγα 80 ανδρών με αρχηγό τόν Τσέρνυ Πέτρη στάλθηκε νά φυλάξει τά
περάσματα τού Λουδία. Κατόπιν, για την άμυνα μέσα στη Νάουσα ό Τσέρνυ Πέτρη με
τόν Καραμήτσο καί τόν Καραμπατάκη κατέλαβαν τις κλιτύες τής Γάστρας από τις
πηγές ώς την Καραγίδα.
- Στογιάννος.
Στην οργάνωση τής υπεράσπισης της Νάουσας 110 άνδρες με αρχηγό τόν Στογιάννο
καί τους Δεληγιάννη καί Μιχ. Πιτσιάβα ορίσθηκαν νά φυλάγουν τις βόρειες διόδους
(περάσματα) τού Λουδία, στα χωριά Αράχνιανη καί Μπάνια.
γ. Δραστηριότητες
στην περίοδο 1854 -1878
Αναφέρονται
οι παρακάτω δραστηριότητες Ελλήνων σλαβοφώνων τής Μακεδονίας στην περίοδο
1854-1878:
1. Τό 1854
σημειώθηκε στον Όλυμπο επαναστατική δραστηριότητα των Ελλήνων πού μεταξύ των
άλλων (Γ. Ζαχείλα, Δ. Ψαροδήμο, Ε. Καραβάγκο. Ζ. Σωτηρίου) είχε αρχηγό και τόν
Ι. Διαμαντή.
2. Παρόλη την
τουρκική αντίδραση ή επαναστατική δραστηριότητα των Ελλήνων στον Όλυμπο
συνεχίσθηκε. Οι ντόπιοι τροφοδοτούσαν με έμψυχο υλικό την επαναστατική
δραστηριότητα των περιοχών Καστοριάς καί Κλεισούρας.
3. Τό καλοκαίρι
τού 1857 δρούσε στο Μορίχοβο τό σώμα τού οπλαρχηγού Γιαννούλα, ό οποίος
αργότερα στράφηκε προς τις ληστείες.
4. Στα χρόνια
τής Κρητικής Επανάστασης 1866-69, ή περιοχή Μοριχόβου ανακηρύχθηκε Ελεύθερη
Ελλάδα. 0ι βασικοί παράγοντες στη νέα αυτή επαναστατική κίνηση ήταν Έλληνες
σλαβόφωνοι Μακεδόνες, ό Ναούμ Κύρου από τό Ανταρτικό, ό Α. Κορδίστας από τή
Νέβεσκα, Κόλε Πίνας από τό Φλάμπουρο τής Φλώρινας, ό Νικ. καί Στ. Νταλίπης από
τή Σφήκα Κορεστίων, ό Ναούμ Ορλίνης από την Ιεροπηγή Καστοριάς καί ό υπαρχηγός
του Νάειδος, ό Αρκούδας, ό Γιαρέσης κ.α. (κοντά σ’ αυτούς καί ορισμένοι
βλαχόφωνοι Μακεδόνες). 0 Ν. Ορλίνης με τό Νάειδο καί τούς άνδρες τους μπήκαν
κρυφά στη Φλώρινα καί απήγαγαν τόν εκεί ‘’καϊμακάμη’’
5. Στη “Νέα
Φιλική Εταιρεία’’ πού οργάνωσε ό εκπαιδευτικός Αναστ. Πηχεών από την Αχρίδα
μαζί με άλλους, Πήρε μέρος καί ό Κ. Τσιούλκας από την Κορησσό.
6. Στην περίοδο
τής προετοιμασίας τού κινήματος τού 1878 είχαν συμμετοχή τά σώματα ορισμένων
Μακεδόνων οπλαρχηγών όπως ό τρίγλωσσος Ν. Σπανός
(ελληνόφωνος-βλαχόφωνος-σλαβόφωνος), ό Βελούλας κ.α.
7. Το 1875 οι
Στρωμνιτσιώτες (μεταξύ των οποίων και πολλοί σλαβόφωνοι) αποφάσισαν να
αντισταθούν κατά των Βουλγάρων και συγκρότησαν γι’ αυτό το σκοπό πατριωτική
ομάδα.
“Το Πάσχα του
έτους 1875 συνελθόντες εις την οικίαν του Δ. Παπαδιονυσίου, οι, Νικόλαος Ε.
Οικονομίδης, Κωστάκης Γραικού, Κων. Δημ. Μίσσιου, Γρηγ. Παπαδιονυσίου, Ι.
Παπαδιονυσίου, Δημ. Αγγειοπλάστης, Γεώργ. Κόλλιου, Γεωργ. Μούλκας, Κων.
Αμπράσης, Κων. Κωνσταντινίδης καί Παντελής Γουγούσης, αντιπροσωπεύοντες δε οι
ανωτέρω καί τούς παρακάτω ειλικρινείς καί ενθέρμους πατριώτας Δημ. Καλινίκην,
Παντελήν Πάκον, Εμ. Πώνην, Κων. Κολιούσκαν, Γ. Κολιούσκαν, Γρηγ. Ταμανίμην,
Κύρον Τοπούζην, Γρηγ. Τράϊνον, Πρωτοπαππάν (παπά Νικόλαν), Γρηγ. Δανιήλ, Ιω.
Ιόφτσου, Παντ. Σαμουλαδάν καί Γεώργ. Ντουλμπέρη, απεφάσισαν καί κατήρτισαν Πατριωτικήν
ομάδα αντιστάσεως, προγραμματίσαντες συνάμα την ημέραν εκείνην σχέδιον αντάξιον
γνησίων Ελλήνων ηρώων, εξέλεξαν δε αρχηγόν τόν Παντελήν Γουγούσην”.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια σε γκρήκλις. Καλύτερα να έχουμε ορθογραφικά λάθη παρά να καταστρέφουμε την γλώσσα μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.