Οι ανασκαφές στο Αρχοντικό Πέλλας
Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
Η τοποθεσία της ανασκαφής
Ο προϊστορικός οικισμός του Αρχοντικού Πέλλας βρίσκεται κοντά στο σύγχρονο ομώνυμο οικισμό, ανάμεσα στην αρχαία Πέλλα και την πόλη των Γιαννιτσών. Έχει τη μορφή τούμπας-τράπεζας, ύψους περίπου 20μ. και έκταση περίπου 128 στρεμμάτων. Η ανασκαφική έρευνα στην «τούμπα» του Αρχοντικού άρχισε από το 1991 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το Αρχοντικό αποτελεί μια προνομιακή οικιστική θέση καθώς δεσπόζει στην εύφορη πεδιάδα των Γιαννιτσών. Επιπλέον ο οικισμός βρισκόταν κοντά στην ακτογραμμή του Θερμαϊκού, όπως επιβεβαιώνεται και από γεωλογικές έρευνες ειδικών επιστημόνων του Α.Π.Θ. Οι έρευνες αυτές έδειξαν ότι η ακτογραμμή πρέπει να περνούσε 6 περίπου χιλιόμετρα νότια του οικισμού. Η σπουδαιότητα της θέσης αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ανιχνεύεται συνεχής κατοίκηση από τη Νεολιθική Εποχή (6η χιλιετία) μέχρι την υστεροβυζαντινή περίοδο (14ος αι.).
Η ανασκαφική έρευνα πάνω στην τούμπα έφερε στο φως αλλεπάλληλες φάσεις ενός προϊστορικού οικισμού που η κύρια φάση του χρονολογείται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Ορειχάλκου και την αρχή της Μέσης, δηλαδή σε μια περίοδο ελάχιστα γνωστή στη Μακεδονία. Σειρά 21 ραδιοχρονολογήσεων από το εργαστήριο αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» προσδιόρισαν την περίοδο αυτήν ανάμεσα στα 2300-1900 π.Χ.
Ωστόσο στην κορυφή της τούμπας αποκαλύφθηκε μια νεώτερη φάση, τηςΎστερης Εποχής του Ορειχάλκου, από την οποία λίγα λείψανα διατηρούνται. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από οικήματα με λίθινα θεμέλια, κατεστραμμένα τα περισσότερα. Από αυτά σώζεται σε καλή σχετικά κατάσταση ένα οίκημα διαστάσεων 4Χ3 μέτρα. Στην κεραμική ξεχωρίζουν αγγεία με εγχάρακτη διακόσμηση γεωμετρικών μοτίβων που τονίζονται με άσπρη πάστα.
Η παλαιότερη φάση του οικισμού, του τέλους της Πρώιμης Εποχής του Ορειχάλκου, ανασκάπτεται στην ανατολική, κυρίως, πλαγιά της τούμπας. Εδώ κάτω από ένα ισχυρό στρώμα καταστροφής που προκλήθηκε από πυρκαγιά και σε μια έκταση 185 τετρ. μέτρων εντοπίστηκαν επτά πασσαλόπηκτα οικήματα. Πρόκειται για σπίτια με σκελετό από πασσάλους, κλαδιά και καλάμια, επιχρισμένα με στοιβαχτό πηλό. Ήταν κτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο με κοινό προσανατολισμό από ΒΔ προς ΝΑ. Τα οικήματα αυτά και τα διάφορα ευρήματα που διατηρούνταν στο εσωτερικό τους, μας δίνουν μια ζωντανή εικόνα των προϊστορικών νοικοκυριών του τέλους της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Τα χρυσά κοσμήματα της Δέσποινας του τάφου Τ 712
Χρυσοφόροι Μακεδόνες
Υπενθυμίζουμε ότι κατά την διάρκεια της ανασκαφικής περιόδου 2008 είχαν έλθει στο φως εκπληκτικά ευρήματα από 43 τάφους διαφορετικών περιόδων, από την Εποχή του Σιδήρου μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους. Όπως ανέφερε και το Δελτίο Τύπου του Υπ. Πολιτισμού (10-9-2008):
«Κατά τη φετινή σωστική ανασκαφική έρευνα στο Δυτικό νεκροταφείο του Αρχοντικού Πέλλας υπό τη διεύθυνση των αρχαιολόγων της ΙΖ΄ ΕΠΚΑ Παύλου και Αναστασίας Χρυσοστόμου ήρθαν στο φως ακόμα σαράντα τρεις τάφοι από τους οποίους οι τέσσερις ήταν της εποχής του σιδήρου (β΄ μισό του 7ου αι.-580 π.Χ.), οι τριάντα μία ταφές των αρχαϊκών χρόνων (580-480 π.Χ.) και οι οκτώ των κλασικών-πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (480-279 π.Χ.).
Από τις ταφές των κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι αυτή του κοριτσιού του πρώιμου ελληνιστικού τάφου Τ 714, που συνοδευόταν με χάλκινο επίχρυσο στεφάνι, τρία πήλινα αγγεία, ένα χάλκινο κάνθαρο και μια μοναδική πήλινη κεφαλή φυσικού μεγέθους της νεκρής, εξαιρετικής τέχνης...». Και το Δελτίο Τύπου καταλήγει:
«Ο οικισμός του Αρχοντικού, που βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. από την Πέλλα και 10 χλμ. από τον Αξιό, κατοικείται από την αρχαιότερη νεολιθική περίοδο (6η χιλιετία) έως και τα υστεροβυζαντινά χρόνια (14ος αι.). Κατά τη διάρκεια των προϊστορικών και των ιστορικών χρόνων έως και το τέλος του 5ου αι. π.Χ., όταν η Πέλλα επιλέχθηκε από τον βασιλιά Αρχέλαο (τέλος 5ου αι. π.Χ.) ως νέα πρωτεύουσα της Μακεδονίας, αποτελούσε τη σημαντικότερη πόλη της βόρειας Βοττιαίας (περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Λουδία). Το αστικό αυτό κέντρο, το όνομα του οποίου δεν έχει ακόμα πιστοποιηθεί επιγραφικά, ήταν ιδρυμένο στο μέσο της εύφορης περιοχής της βόρειας Βοττιαίας (της χώρας των βουκόλων), πάνω στο σταυροδρόμι των βασικών οδικών αξόνων της Κάτω Μακεδονίας και κοντά στην τότε ακτογραμμή του Θερμαϊκού Κόλπου, αποτελώντας νευραλγικό σημείο ελέγχου και ορμητήριο των Αργεάδων Μακεδόνων με επικεφαλής τους Τημενίδες.
Η χρονολόγηση των παλαιότερων τάφων των ταφικών συστάδων του δυτικού νεκροταφείου του Αρχοντικού πιστοποιεί ότι η εγκατάσταση των Μακεδόνων στην περιοχή είχε γίνει ήδη στο β΄ μισό του 7ου π.Χ. Οι παλαιότεροι αρχαϊκοί τάφοι των νεκροταφείων του Αρχοντικού και των άλλων αστικών κέντρων (Αιγών, Βέροιας, Μίεζας, Έδεσσας) της Κάτω Μακεδονίας με προϊόντα τέχνης από τη Χαλκιδική, τη νότια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Ιωνία χρονολογούνται γύρω στο 580 π.Χ. Υπάρχει δηλαδή άνοιγμα της μακεδονικής αγοράς και της οικονομίας από την αρχή της βασιλείας του Αλκέτα, πατέρα του Αμύντα Α΄. Μετά από αυτό το χρονικό όριο επιβεβαιώνεται η πρόσβαση του πληθυσμού σε σταθερά μεγάλες ποσότητες ειδών πολυτελείας και πρώτων υλών, πιστοποιώντας την ανάπτυξη στη μακεδονική κοινωνία πολυσύνθετων μορφών οργάνωσης. Η απόκτηση τέτοιων αγαθών προϋποθέτει πρόσβαση σε νέες πηγές πλούτου (εδάφη, μεταλλεία, εμπόριο κτλ.), παραγωγή πλεοναζόντων προϊόντων και πολιτική οργάνωση με την ενίσχυση και εδραίωση της δυναστείας των Τημενιδών. Η πρώιμη επέκταση των Μακεδόνων (από το 650 π.Χ. και μετά), οφείλεται στη στρατιωτική οργάνωση της μακεδονικής κοινωνίας και κατά συνέπεια της δημιουργίας του πυρήνα του εθνικού στρατού («της εταιρικής ίππου, της οπλιτικής φάλαγγας καί του ψιλού πεζικού»).
ΔΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια σε γκρήκλις. Καλύτερα να έχουμε ορθογραφικά λάθη παρά να καταστρέφουμε την γλώσσα μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.