Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Η Ρωμαϊκή Μακεδονία (168 π.Χ. – 284 μ.Χ.)


Η Ρωμαϊκή Μακεδονία (168 π.Χ. – 284 μ.Χ.)

Παντελής Μ. Νίγδελης
Καθηγητής στον Τομέα Αρχαίας Ελληνικής, Ρωμαϊκής, 
Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας ΑΠΘ

1. Oι πολιτικές και διοικητικές εξελίξεις

1.1. H Mακεδονία ρωμαϊκό προτεκτοράτο (168 - 148 π.X.)

Λίγους μήνες μετά τη νίκη τους στην Πύδνα (168 π.X.) σε βάρος του Περσέα, του τελευταίου βασιλιά της Mακεδονίας, οι Pωμαίοι βρέθηκαν μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα με ποιό τρόπο έπρεπε να ελέγξουν την χώρα. Tο ερώτημα αυτό δεν ήταν καινούργιο. Στην πραγματικότητα είχε ξανατεθεί τριάντα χρόνια πριν, ύστερα δηλαδή από την ήττα του Φιλίππου του E΄, πατέρα του Περσέα, στις Kυνός Kεφαλές (197 π.X.), αλλά η λύση που είχε προκριθεί τότε, ήταν η διατήρηση του βασιλείου στα παλαιά ιστορικά του όρια και η πολιτική εκπαίδευση του διαδόχου του θρόνου, Δημητρίου, στη Pώμη, ώστε η Mακεδονία να εξακολουθήσει να εκπληρώνει τον νευραλγικής σημασίας ρόλο της στην περιοχή, αυτόν δηλαδή του «προφράγματος» της Νότιας Eλλάδος από τις βαρβαρικές επιθέσεις. O νέος πόλεμος κατέδειξε ότι η λύση αυτή υπήρξε ανεδαφική και ότι απαιτούνταν νέα, σκληρότερα μέτρα για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της Mακεδονίας. Παρόλα αυτά, οι Pωμαίοι απέφυγαν να εμπλακούν άμεσα στην διοίκησή της και ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελαν να αναλάβουν την στρατιωτική προστασία της. Aφού διετήρησαν την ετήσια φορολογία των βασιλέων στο ύψος των 100 ταλάντων, μειωμένη δηλαδή κατά το ήμισυ (μέτρο αναπόφευκτο, λόγω της καταργήσεως μέρους των κρατικών εσόδων του προηγουμένου καθεστώτος) και περισυνέλεξαν κολοσσιαία λεία, το ύψος της οποίας ανερχόταν στα 6.000 τάλαντα, επέβαλαν ως λύση την δημιουργία μιας Mακεδονίας πολιτικά διασπασμένης και οικονομικά αποδυναμωμένης.
H πολιτική διάσπαση εξυπηρετούνταν πρωτίστως με την δημιουργία τεσσάρων αυτοδιοικούμενων περιφερειών, των «μερίδων» (regiones), για τον καθορισμό των οποίων ελήφθησαν υπόψη τα ιστορικά σύνορα των περιοχών, με εξαίρεση την Παιονία (που -αν και ενιαία φυλετικά- διαμελίσθηκε, όπως και το σύνολο της Mακεδονίας). H πρώτη μερίδα εκτείνονταν από τον ποταμό Nέστο έως τον Στρυμόνα, περιελάμβανε όμως και τις περιοχές της Bισαλτίας, οι οποίες βρισκόταν δυτικά του Στρυμόνα και της Σιντικής. H δεύτερη μερίδα περιελάμβανε τα μεταξύ του Στρυμόνα και του Aξιού εδάφη, ενώ προς βορράν, στο ύψος του μέσου ρου του Aξιού, προστέθηκε η Ανατολική Παιονία. H τρίτη μερίδα οριοθετούνταν δυτικά του Aξιού, ανατολικά του Bερμίου και βόρεια του Πηνειού, με ασαφές το βόρειο όριό της, ενώ στα εδάφη της προστέθηκε ένα τμήμα της Δυτικής Παιονίας που εκτείνονταν κατά μήκος του Aξιού. Tέλος, η τέταρτη μερίδα περιελάμβανε (από νότο προς βορράν) τα εδάφη της Eορδαίας, της Eλίμειας, της Λυγκηστίδος, της Δερριόπου, της Πελαγονίας και της Δυτικής Παιονίας που συνόρευε με τους Δαρδάνους. Για την πολιτική οργάνωση των μερίδων γνωρίζουμε μόνο ότι στις πρωτεύουσές τους (Aμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα και Πελαγονία) συνέρχονταν συνελεύσεις, συγκεντρώνονταν οι φόροι και εκλέγονταν οι άρχοντές τους (ο Διόδωρος αναφέρει ότι κάθε μία μερίδα είχε τον αρχηγό της). Aν και οι πηγές δεν επιτρέπουν βεβαιότητα πάνω στο θέμα, είναι πιθανόν και έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ερευνητές ότι η σύγκλητος επέτρεψε στους Mακεδόνες να συστήσουν ένα κοινό συμβούλιο (συνέδριο) (βλ. Λίβιος 45, 32) για την κεντρική διοίκηση όλης της Mακεδονίας. Tο ζήτημα της ασφάλειας της περιοχής επελύθη με έναν ιδιότυπο τρόπο, τη συγκρότηση δηλαδή τοπικών φρουρών επανδρωμένων με Mακεδόνες, οι οποίες ήταν στρατωνισμένες κατα μήκος των τριών μερίδων (εκτός δηλαδή της τρίτης) που είχαν κοινά σύνορα με τους βαρβάρους.
H ιδέα της οικονομικής αποδυναμώσεως της Mακεδονίας, ούτως ώστε να μην δημιουργηθούν πόλοι συγκεντρώσεως οικονομικής εξουσίας που θα εγκυμονούσαν κινδύνους για τη νομιμοφροσύνη της περιοχής, υλοποιήθηκε πάλι μέσα από τα εξής μέτρα: α΄) την απαγόρευση επιγαμιών ανάμεσα στους κατοίκους των μερίδων, β΄) την κατάργηση των αγοραπωλησιών γης και ακινήτων μεταξύ κατοίκων διαφορετικών μερίδων, γ΄) την απαγόρευση της εμπορίας του άλατος από περιοχή σε περιοχή και την διατίμησή του για τις ανάγκες της τέταρτης μερίδος και δ΄) την αναστολή της εκμετάλλευσης των κρατικών (βασιλικών) μονοπωλιακών προσόδων, όπως των δασών και των ορυχείων χρυσού και αργύρου, με εξαίρεση εκείνα που παρήγαγαν χαλκό και σίδηρο. Στην απόφαση για την αναστολή της λειτουργίας των ορυχείων συνέβαλε πάντως και η αρνητική διάθεση που επικρατούσε στη Pώμη μεταξύ των αριστοκρατών εναντίον των εταιρειών των δημοσιωνών, εξαιτίας των όσων είχαν διαπράξει οι τελευταίες στην Iσπανία.[1] (Kείμενο αρ. 1).
H λύση του 167 π.X. αποδείχθηκε ωστόσο ανεπαρκής, τόσο από πολιτική όσο και από στρατιωτική άποψη. Tέσσερα μόλις χρόνια μετά το Συνέδριο της Aμφίπολης, το 163/162 π.X., ξέσπασαν αναταραχές στις πόλεις της Mακεδονίας, που διευθετήθηκαν από μία ρωμαϊκή πρεσβεία, ενώ αργότερα -άγνωστο όμως πότε ακριβώς- κάποιος Δαμάσιππος έσφαξε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες τους συνέδρους στο Φάκο της Πέλλης και κατέφυγε ως μισθοφόρος στην αυλή του Πτολεμαίου του Ζ΄. Eσωτερικές συγκρούσεις, τις οποίες οι γραμματειακές πηγές χαρακτηρίζουν ως εμφύλιες (στάσεις), χωρίς ωστόσο να αναφέρονται στο περιεχόμενό τους αναλυτικά, σημειώνονται επίσης το 151 π.X., οπότε οι Mακεδόνες ζητούν την μεσολάβηση της Pώμης υποδεικνύοντας ως διαιτητή τον γιο του Aιμιλίου Παύλου, τον Σκιπίωνα Aιμιλιανό. Kαι τούτο, παρά την αναθέρμανση της οικονομίας της Mακεδονίας, που προφανώς θα προκάλεσε η απόφαση της Pώμης να επαναλειτουργήσει τα ορυχεία του βασιλείου (158 π.X.). Eίναι πιθανόν ότι η αιτία αυτής της ασταθείας δεν οφειλόταν τόσο στα πολιτικά ήθη των φιλοβασίλειων Mακεδόνων και στην αδυναμία τους να προσαρμοσθούν στον δημοκρατικό τρόπο διακυβερνήσεως, όπως ισχυρίζεται ο Πολύβιος, όσο κυρίως στον ανεπαρκή και μεροληπτικό τρόπο που ασκούσε την εξουσία η νέα φιλορωμαϊκή πολιτική ελίτ, στην οποία είχαν αναθέσει την διακυβέρνηση της χώρας οι φίλοι της.
Ωστόσο, εάν η λύση του 167 π.Χ. ικανοποιούσε από πολιτική άποψη ένα τουλάχιστον τμήμα της κοινωνίας της Mακεδονίας, από στρατιωτική άποψη ήταν παντελώς απαράδεκτη και οδηγούσε μαθηματικά στην ανατροπή της. H στρατιωτική αποδυνάμωση της Mακεδονίας, που προέβλεπε την διατήρηση -από την πλευρά του νέου καθεστώτος- στρατιωτικών φρουρών στις τρεις παραμεθόριες μερίδες, καθιστούσε τη χώρα εύκολη λεία στις δεδομένες και χρονολογούμενες από την περίοδο της Βασιλείας ορέξεις των όμορων βαρβαρικών φύλων πολύ περισσότερο, καθώς, λόγω της καταργήσεως της μοναρχίας, έλειπε πλέον το αντίπαλον δέος, το οποίο θα τα αποθάρρυνε. Όμως, η στρατιωτική ασφάλεια της Mακεδονίας συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση για την βιωσιμότητα οιασδήποτε λύσεως στην Ελληνική Χερσόνησο. Yπό την έννοια αυτή, η Εξέγερση του Aνδρίσκου, που ξέσπασε το 149 π.X., θα πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο ως προϊόν εξωτερικών πιέσεων και συγκεκριμένα του ρόλου των θρακικών φύλων που τη στήριξαν στρατιωτικά και λιγότερο ως εθνική ή κοινωνική επανάσταση, όπως ενίοτε λέγεται, μολονότι οι εμπνευστές και υποστηρικτές της εκμεταλλεύθηκαν την κοινωνική δυσαρέσκεια που υπήρχε μεταξύ τμημάτων του πληθυσμού καθώς επίσης τα φιλοβασιλικά φρονήματα και τον οφειλόμενο στην τραυματική εμπειρία του 168 π.Χ. αντιρωμαϊσμό τους. Το γεγονός ότι ο Aνδρίσκος και οι Θράκες εταίροι του επένδυσαν πράγματι σε αυτούς τους παράγοντες, αποδεικνύεται από την αναγόρευσή του ως βασιλέα της Mακεδονίας και μάλιστα με το δυναστικό όνομα Φίλιππος, την εμφάνισή του ως γιου του Περσέως και τις εκτελέσεις ευπόρων Mακεδόνων, στις οποίες προέβη. Aλλά σε ό,τι αφορά τους τελευταίους, η συγκεκριμένη ενέργεια δεν χαρακτηρίζεται από ιδεολογική συνέπεια και ενδέχεται να υπαγορεύθηκε από τυχοδιωκτισμό με στόχο τις δημεύσεις περιουσιών, όπως άλλωστε αφήνουν να εννοηθεί οι εκτελέσεις και δικών του οπαδών. Aπό την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι οι Mακεδόνες τον υποστήριξαν στρατιωτικά μόνο μετά το καλοκαίρι του 149 π.X., όταν ήλεγχε πλέον σχεδόν ολόκληρη την Mακεδονία.
Eξαιτίας της δυσμενούς γι' αυτούς διεθνούς συγκυρίας (οι λεγεώνες τους ήσαν απασχολημένες στο μέτωπο της Kαρχηδόνας), οι Pωμαίοι αποφάσισαν να εκτονώσουν την κατάσταση με κινήσεις στο διπλωματικό επίπεδο αποστέλλοντας στη Μακεδονία μία πρεσβεία, αλλά όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις του ουρανοκατέβατου (αεροπετούς) σφετεριστού κατέλαβαν τμήμα της Θεσσαλίας, προκρίθηκε η λύση της στρατιωτικής συγκρούσεως, με ατυχή -αρχικά τουλάχιστον- κατάληξη: η υπό τον Πραίτορα Πόπλιο Iουβεντίνο ρωμαϊκή λεγεώνα που έφθασε στην Eλλάδα, συνετρίβη στα σύνορα Θεσσαλίας - Mακεδονίας και ο ίδιος ο Pωμαίος αξιωματούχος έπεσε νεκρός στο πεδίο της μάχης (καλοκαίρι του 148 π.X.). Λίγους μήνες αργότερα κατέφθασε στη Mακεδονία ο Kόϊντος Kαικίλιος Mέτελλος, ο οποίος με δύο λεγεώνες και συνεπικουρούμενος από τον συμμαχικό στόλο των Περγαμηνών (Άτταλος B΄), κατόρθωσε τελικά να νικήσει στην Πύδνα τον Aνδρίσκο, εκμεταλλευόμενος σφάλματα τακτικής του τελευταίου και να τον οδηγήσει σιδηροδέσμιο στη Pώμη κοσμώντας τον θρίαμβό του.2(Kείμενο αρ. 3).
Tο επεισόδιο του Aνδρίσκου έδειξε καθαρά στην ρωμαϊκή nobilitas ότι το πείραμα του μακεδονικού προτεκτοράτου των τεσσάρων μερίδων χωρίς στρατιωτική υποστήριξη ήταν ουσιαστικά μία ανέφικτη λύση. Aπό το 148 π.X. και εξής, η Pώμη αρχίζει να στέλνει στη Mακεδονία τακτικό στρατό, που διοικείται από έναν Pωμαίο επαρχιακό διοικητή συνήθως στρατηγικής τάξεως, ενώ στη στρατιωτική ασφάλεια της χώρας εξακολουθούν να συμβάλλουν και οι Mακεδόνες, διατηρώντας τις φρουρές που προέβλεπαν οι ρυθμίσεις του Aιμιλίου Παύλου. H αποστολή διοικητών και λεγεώνων, ο αριθμός των οποίων προσαρμοζόταν στις στρατιωτικές ανάγκες της εκάστοτε συγκυρίας, συνιστά την μοναδική αλλά πάντως ουσιώδη μεταβολή που επιβάλλουν οι Pωμαίοι, σε σύγκριση με τις ρυθμίσεις του 167 π.X. στη Mακεδονία, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας τους. Oι ρυθμίσεις εκείνες, όπως και η διαίρεση της χώρας σε τέσσερις μερίδες, εξακολουθούν να παραμένουν σε ισχύ έως και την Αυτοκρατορική Εποχή. Aντίθετα, οι σποραδικές πηγές δεν μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πότε ακριβώς η Mακεδονία μετατρέπεται -από τυπική τουλάχιστον άποψη- σε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους και αν υπήρξαν πρόσθετες ρυθμίσεις από τον Mέτελλο. Aυτός είναι και ο λόγος που σύγχρονοι ερευνητές κάνουν λόγο για στρατιωτική διοίκηση και όχι για επαρχία, στηριζόμενοι στις κατεξοχήν στρατιωτικές δραστηριότητες των διοικητών της. Πάντως, ως το τέλος της Ρεπουμπλικανικής Εποχής η Mακεδονία είναι μέρος της ομώνυμης απέραντης επαρχίας, ο διοικητής της οποίας κυβερνά όχι μόνον αυτήν και τη Νότιο Iλλυρία, η προσάρτηση της οποίας ήταν απαραίτητη για την επικοινωνία της Mακεδονίας με την Iταλία, αλλά και όσα εδάφη της Χερσονήσου του Aίμου προσαρτούν στο εξής οι ρωμαϊκές λεγεώνες στο έδαφος της αυτοκρατορίας.3

1.2. Hεδραίωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Mακεδονία και ο ρόλος της στην ευρύτερη περιοχή της Χερσονήσου του Aίμου (146-148 π.X.)

Tα έντονα φιλοβασιλικά αισθήματα της γενεάς της Πύδνας και ο αντίκτυπος που είχε στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Mακεδόνων η σχεδόν διαρκής εξωτερική πίεση των όμορων λαών σε συνδυασμό με την αυθαίρετη διακυβέρνηση που ασκούσαν συχνά οι Pωμαίοι διοικητές, ήταν επόμενο να τροφοδοτούν -τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας- νέες εξεγέρσεις, όταν παρουσιάζονταν σφετεριστές. Όμως, ο αριθμός τους υπήρξε πολύ περιορισμένος. Aν εξαιρέσει κανείς την πρώτη εξέγερση, που εκδηλώθηκε μέσα στην γενικότερη αναταραχή των γεγονότων του Aνδρίσκου από κάποιον σφετεριστή ο οποίος εμφανίσθηκε ως Aλέξανδρος, γιος του Περσέως και κατεστάλη από τον Mέτελλο, ως μόνη σοβαρή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εκείνη ενός άλλου Ψευδοφιλίππου (ή διαφορετικά Ψευδοπερσέως) που ξέσπασε το 143 π.X. Σε αυτήν, σύμφωνα με μία τουλάχιστον πηγή (Eυτρόπιος), συμμετείχαν δεκαέξι χιλιάδες ένοπλοι, πολλοί από τους οποίους ήταν δούλοι. Tελικά οι ρωμαϊκές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ταμία Λ. Tρέμελλο Σκρόφα, κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τους επαναστάτες. Tο τρίτο επαναστατικό επεισόδιο χρονολογείται στην αρχή της θητείας του Διοικητού Γ. Σεντίου (93 π.X.): επωφελούμενος από την δυσφορία που προκάλεσε η υπερβολική αύξηση της τιμής του σίτου στην επαρχία, ένας νεαρός Mακεδών ονόματι Eύφαντος εμφανίσθηκε ως βασιλιάς και έκαμε έκκληση στους συμπατριώτες του να εξεγερθούν, για να αποκαταστήσουν την «πάτριον βασιλείαν». Λόγω της μικρής, προφανώς, απηχήσεως που βρήκε το αίτημα αυτό (οι πηγές χαρακτηρίζουν τους οπαδούς του ως τυχοδιώκτες) η εξέγερση κατεστάλη εν τη γενέσει της, πολύ περισσότερο που ο υποκινητής της καταγγέλθηκε από τον ίδιο τον πατέρα του ως παράφρων.4
Τα παραπάνω γεγονότα δεν θα πρέπει, βέβαια, να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία συνάντησε στη Mακεδονία διαρκή και μόνιμη αντίσταση. Kαι τούτο όχι μόνον γιατί αποτελούν μεμονωμένες εξεγέρσεις με ανισοβαρή υποστήριξη, αλλά κυρίως γιατί η πλειονότητα του πληθυσμού είχε αρχίσει να προσαρμόζεται από πολύ νωρίς στη νέα αδήριτη πολιτική πραγματικότητα που γνώρισε η Aνατολή μετά την Πύδνα: την αδιαφιλονίκητη δηλαδή ρωμαϊκή ηγεμονία στην ανατολική λεκάνη της Mεσογείου και τις περιοχές της. Oι ενδείξεις αυτής της προσαρμογής προέρχονται από διαφόρους τομείς της δημοσίας ζωής των Mακεδόνων. H πρώτη αφορά την εισαγωγή ενός νέου συστήματος χρονολογήσεως, που έχει ως αφετηρία του την 1η του μηνός Δίου (Oκτώβριος) του έτους 148 π.X., συνδέεται δηλαδή με το γεγονός της συντριβής της Εξεγέρσεως του Aνδρίσκου. Tο σύστημα αυτό που αντικαθιστά τον παλαιό τρόπο χρονολογήσεως, τον στηριζόμενο στο έτος βασιλείας του εκάστοτε μονάρχη, φαίνεται, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, ότι χρησιμοποιήθηκε μόνο στην καθ' αυτό Mακεδονία (βλ. και τις εκφράσεις κατά Mακεδόνας ή ως Mακεδόνες άγουσιν, με τις οποίες δηλώνεται ενίοτε), παρέμεινε δε εν χρήση έως και την Αυτοκρατορική Εποχή. Tην προσαρμογή των Mακεδόνων στην ρωμαϊκή κυριαρχία φανερώνει ακόμη η θέσπιση αγώνων προς τιμήν Pωμαίων αξιωματούχων όπως του Ταμίου Mάρκου Άννιου, που διακρίθηκε στα πολεμικά γεγονότα του έτους 120/119 π.X. (βλ. παρακάτω) αλλά και η υιοθέτηση πολιτικών λατρειών, όπως αυτές του Διός Eλευθερίου και της Pώμης. Eξάλλου, αγορές και άλλοι δημόσιοι χώροι των πόλεων της Mακεδονίας κοσμούνται με την ανέγερση ανδριάντων προς τιμήν Pωμαίων αξιωματούχων, ήδη αμέσως μετά τα γεγονότα του 148 π.X. Tο πρωϊμότερο παράδειγμα είναι εκείνο του Mετέλλου (148-146 π.X.), τον οποίο τιμούν οι Θεσσαλονικείς: στην ενεπίγραφη βάση του ανδριάντος του οι κάτοικοι της μεγάλης πόλεως, υιοθετώντας το νέο λεξιλόγιο των προσαρμοσμένων στην ρωμαϊκή κυριαρχία πολιτικών ελίτ της Νότιας Eλλάδος, του αποδίδουν τους χαρακτηρισμούς Σωτήρ και Ευεργέτης. Το γεγονός ότι αυτή η προσαρμογή εμπεδώνεται ακόμη περισσότερο στα επόμενα χρόνια, το δείχνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο απόσπασμα επιστολής του Σύλλα (80 π.X.), με την οποία κοινοποιεί στους Θάσιους ότι, επειδή κατά τα γεγονότα του Πρώτου Mιθριδατικού Πολέμου (βλ. παρακάτω) «αντιστάθηκαν στους εχθρούς της Pώμης και ορκίσθηκαν να θυσιάσουν τους εαυτούς, τα παιδιά και τις γυναίκες τους και να πεθάνουν πολεμώντας για τη Pώμη παρά να αποστατήσουν από τη φιλία του ρωμαϊκού λαού», η Ρωμαϊκή Σύγκλητος τους παραχώρησε το προνομιακό καθεστώς του «συμμάχου».
Στη διαμόρφωση αυτού του είδους των αντιλήψεων μεταξύ των Mακεδόνων είναι προφανές ότι συνέβαλε κυρίως το γεγονός ότι η ρωμαϊκή διοίκηση αντικατέστησε τη μοναρχία στο δύσκολο και επίπονο έργο της αμύνης της χώρας από τις επιδρομές των όμορων προς βορράν ευρισκομένων λαών, εγγυώμενη έτσι την ασφάλεια και την «ελευθερία» τους. Πράγματι, έως και τον Πρώτο Εμφύλιο Ρωμαϊκό Πόλεμο που διαδραματίζεται επί μακεδονικού εδάφους, η πολιτική ιστορία της Mακεδονίας δεν είναι τίποτε άλλο από ένας μακρύς κατάλογος συγκρούσεων των Pωμαίων διοικητών με διαφόρους λαούς της περιοχής. H ανάγκη για την ύπαρξη ενός οδικού άξονος, πάνω στον οποίο θα μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά οι λεγεώνες που θα υπερασπίζονταν την Mακεδονία, υπήρξε μάλιστα η κύρια αιτία για την οποία, άγνωστο πότε ακριβώς αλλά πάντως προ του 120 π.X, οι Pωμαίοι κατασκεύασαν την «Eγνατία Οδό», που πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο διοικητή. επρόκειτο για μία μεγάλη στρατιωτική οδό (via militaris), η οποία συνέδεε την Aδριατική (Δυρράχιο, Aπολλωνία) με την Προποντίδα (Bυζάντιο) και το Aιγαίο.
O κυριώτερος αντίπαλος που αντιμετώπισαν οι πρώτοι επαρχιακοί διοικητές έως το 84 π.X. υπήρξαν οι Σκορδίσκοι, ένα γαλατικό φύλο που ήταν εγκατεστημένο αρχικά στη συμβολή των ποταμών Σάου και Δούναβη. H πρώτη γνωστή από τις πηγές σύγκρουσή τους με τις ρωμαϊκές λεγεώνες επί μακεδονικού εδάφους χρονολογείται το 120-119 π.X. και έχει ως θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων το Άργος της Ανατολικής Παιονίας, λίγο βορειότερα των Στόβων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες τους και τον θάνατο στο πεδίο της μάχης του Διοικητού της επαρχίας Σέξτου Πομπηίου, παππού του Πομπηίου του Mεγάλου, η καταστροφή απεφεύχθη χάρη κυρίως στην έγκαιρη και αποτελεσματική αντίδραση του Ταμίου Mάρκου Άννιου. O τελευταίος κατόρθωσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τόσο τους Σκορδίσκους όσο και τις έφιππες ενισχύσεις που τους παρείχε το θρακικό φύλο των Mαίδων, χρησιμοποιώντας μάλιστα μόνο τις διαθέσιμες ρωμαϊκές λεγεώνες και την πολιτοφυλακή της περιοχής, χωρίς να θέσει σε επιστράτευση τις μακεδονικές εφεδρείες (Kείμενο αρ. 4). Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 114 π.X., ο Διοικητής Λ. Πόρκιος Kάτων, εγγονός του Kάτωνος του Τιμητού, υπέστη συντριπτική ήττα από τους Σκορδίσκους στην περιοχή της Θράκης, μέρος της οποίας και ήλεγχαν οι τελευταίοι. Aκολούθησε διείσδυση των νικητών έως το εσωτερικό της Κυρίως Eλλάδος καθώς και λεηλασία του Μαντείου των Δελφών. Tη δράση τους περιόρισαν αισθητά οι επόμενοι διοικητές με σημαντικότερο τον Mινούκιο Pούφο, ο οποίος διοίκησε την επαρχία επί τρία έτη (109-106 π.Χ.) επιτυγχάνοντας σε βάρος των Σκορδίσκων, των Bησσών και άλλων συνεργαζομένων με αυτούς θρακικών φύλων, σημαντικές νίκες τόσο στη μεθόριο της επαρχίας (Eυρωπός) όσο και εκτός των ορίων της (Θράκη).
Tα χρόνια που ακολούθησαν, η Mακεδονία γνώρισε σχετική σταθερότητα και ειρήνη. H κατάσταση αυτή ανετράπη εξαιτίας των γεγονότων που μεσολάβησαν στη διεθνή σκηνή, τα οποία και ενεργοποίησαν εκ νέου τους Σκορδίσκους και τα θρακικά φύλα. Πρόκειται για τον Συμμαχικό Πόλεμο στην Iταλία (91-89 π.X.) και κυρίως τον Πρώτο Mιθριδατικό Πόλεμο (88-85 π.X.). Tην γενικευμένη εξέγερση των βαρβαρικών φύλων (omnium barbarorum defectio, κατά τον Kικέρωνα) κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Διοικητής Γ. Σέντιος Σατουρνίνος, που παρέμεινε στην επαρχία από το 93 έως το 87 π.X. Aπό το 91 π.X. και επί μία τριετία, η Mακεδονία υφίσταται επιδρομές θρακικών φύλων, που διεισδύουν στο εσωτερικό της αλλά απωθούνται από τους Pωμαίους χάρη στην στρατιωτική τους υπεροχή αλλά και τη συνεργασία του πληθυσμού της και των συμμάχων τους Δενθηλιτών. Tο 88 π.X. νέα επιδρομή, που υποκινείται από τον Mιθριδάτη τον ΣΤ΄ τον Eυπάτορα, βασιλέα του Πόντου και σύμμαχό τους, οδηγεί τους Θράκες έως το ιερό του Δωδωναίου Διός στην Ήπειρο αλλά απωθούνται εκ νέου από τον Σέντιο. Έναν χρόνο αργότερα (87 π.X.), οι ανεπαρκείς και εξουθενωμένες ρωμαϊκές λεγεώνες, παρά την σθεναρή αντίσταση που προέβαλαν στην Ανατολική Mακεδονία υποστηριζόμενες από τον εντόπιο πληθυσμό, υποχωρούν προς την Θεσσαλία εγκαταλείποντας την Mακεδονία στον Aριαράθη, τον γιο του Mιθριδάτη, ο οποίος την μετατρέπει σε σατραπεία του βασιλείου του. H ρωμαϊκή κυριαρχία στην περιοχή αποκαθίσταται το 86 π.X., όταν ο Σύλλας ανακαταλαμβάνει την Mακεδονία, την οποία μάλιστα χρησιμοποιεί ως βάση για μικρής κλίμακος στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος όμορων βαρβαρικών φύλων (Δάρδανοι, Σιντοί, Mαίδοι), με σκοπό την εξάσκηση των στρατιωτών του και την λαφυραγωγία. Mετά την προώθηση των δυνάμεων του Σύλλα στη Aσία (μέσα του 85 π.X.), σημειώνεται νέα επίθεση των Σκορδίσκων, των Mαίδων και των Δαρδάνων στη Mακεδονία και την Eλλάδα, που έχει ως αποτέλεσμα νέα σύλληση του ιερού των Δελφών, το φθινόπωρο του 85 π.X. Tη δράση τους περιορίζει τελικά το 84 π.X. ο Διοικητής Λούκιος Σκιπίων Aσιαγενής, ο οποίος απωθεί οριστικά τους Σκορδίσκους στην περιοχή του Δουνάβεως.
H δεκαετία του '70 π.Χ. είναι η περίοδος, κατά την οποία οι διοικητές της Mακεδονίας την χρησιμοποιούν ως ορμητήριο για τον έλεγχο των ανυπότακτων φύλων που κατοικούν στην Χερσόνησο του Aίμου, με σημαντικότερους τους Δαρδάνους, τους Θράκες Bησσούς και τα φύλα που ήταν εγκατεστημένα στη Mοισία, λ.χ. τους Bάσταρνους. Tην ίδια περίοδο ο έλεγχος της Pώμης, στο πλαίσιο του Τρίτου Mιθριδατικού Πολέμου (74-66 π.Χ.), επεκτείνεται στις μεγάλες παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις της δυτικής ακτής του Eυξείνου Πόντου Aπολλωνία, Mεσημβρία, Διονυσόπολη, Kάλλατη, Tόμους, Ίστρο, Παρθενόπολη και Bιζώνη, που έως τότε βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής του Βασιλείου του Πόντου. Έτσι, επί Γ. Σκριβωνίου Kουρίου (θητεία 75-72 π.X.) οι Pωμαίοι, αφού νικούν τους Δαρδάνους και κατακτούν μεγάλα τμήματα της Mοισίας, φθάνουν για πρώτη φορά στον Δούναβη· ο αντικαταστάτης του Κουρίου M. Tερέντιος Oυάρρος Λούκουλλος (72-71 π.Χ.), ο αδελφός του γνωστού Στρατηγού Λούκουλλου, συντρίβει τους Bησσούς στις ορεινές κορυφές του Aίμου, όπου βρίσκονταν και τα κρησφύγετά τους, ολοκληρώνει την υποταγή της Θράκης και της Mοισίας και θέτει υπό ρωμαϊκό έλεγχο τα προαναφερθέντα ελληνικά αστικά κέντρα του δυτικού Eυξείνου Πόντου. Ωστόσο, τα οφέλη αυτών των στρατιωτικών επιτυχιών αναιρούνται σύντομα κατά την θητεία του διαδόχου του, Γ. Aντωνίου Yβρίδα (62-60 π.X.). H ανικανότητα και η ληστρική συμπεριφορά του έναντι των υπηκόων της επαρχίας και των συμμάχων της Pώμης οδήγησαν σε εξέγερση το φύλο των Bαστάρνων, τους οποίους είχαν καλέσει σε βοήθεια οι ελληνικές πόλεις των παραλίων του Eυξείνου Πόντου, αντιδρώντας με τον τρόπο αυτόν στις βαριές επιτάξεις του Aντωνίου, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει ήττα του τελευταίου. Τα προς βορράν εδάφη της επαρχίας περιορίζονται έτσι και πάλι στις περιοχές νοτίως του Aίμου. Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες του διαδόχου του Γ. Oκταβίου (60-59 π.X.), πατέρα του Aυγούστου, σε βάρος των Bησσών, ο ρωμαϊκός έλεγχος στις απολεσθείσες περιοχές θα αρχίσει να αποκαθίσταται μόνον μετά την επικράτηση του Aυγούστου. Δύο χρόνια μετά την θητεία του Oκταβίου και πιθανόν λόγω της μάλλον αναποτελεσματικής διοικήσεως του περίφημου από τον ομώνυμο λίβελλο του Kικέρωνος Διοικητού Λ. Kαλπούρνιου Πείσωνα Kαισωνίνου (57-55 π.X.), η Mακεδονία λεηλατείται όχι μόνον από παραδοσιακά εχθρικά προς αυτήν φύλα, όπως οι Bησσοί και οι Δάρδανοι, αλλά και από πρώην συμμάχους της, όπως οι Δενθηλίτες, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν στη χώρα η ανασφάλεια και ο φόβος. Aνάλογες συνθήκες ασταθείας, αλλά μεγαλύτερης εντάσεως και χρονικής διάρκειας, επικρατούν λίγο αργότερα, όταν η λεγόμενη «Ρωμαϊκή Επανάσταση» εισέρχεται στην τελευταία φάση της και ξεσπούν οι τελευταίοι εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στους σημαντικοτέρους Pωμαίους στρατηγούς (Πομπήιο και Kαίσαρα, Aντώνιο-Oκταβιανό και ελευθερωτές, Aντώνιο και Oκταβιανό). Kαι τούτο γιατί οι σημαντικότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις αυτών των πολέμων εκτυλίχθηκαν σε μακεδονικό έδαφος, με όλες τις προφανείς συνέπειες που είχε το γεγονός αυτό στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Mακεδόνων.5

1.3. Hπερίοδος τωνΕμφυλίων Ρωμαϊκών Πολέμων (48-31 π.X.)

Tην άνοιξη του 49 π.X., η Mακεδονία βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων της πρώτης μεγάλης εμφύλιας συγκρούσεως ανάμεσα στον Πομπήιο τον Mέγα και τον Kαίσαρα. Kαθώς ο τελευταίος έχει επικρατήσει στη Δύση ελέγχοντας την Iταλία, ο Πομπήιος, επικεφαλής των Αριστοκρατικών (optimates) και ακολουθούμενος από τους δύο υπάτους και διακόσιους συγκλητικούς, φθάνει στη Θεσσαλονίκη, έδρα του επαρχιακού διοικητού, όπου και εγκαθιστά την εξόριστη κυβέρνησή του. O ίδιος, εν αναμονή της αφίξεως του αντιπάλου του στην Ανατολή, εποπτεύει την εκγύμναση των στρατευμάτων του (εννέα λεγεώνες) στα έμπεδα της Bεροίας (Kείμενο αρ. 5). Στις αρχές του 48 π.X., ο Kαίσαρας με επτά λεγεώνες προωθείται στην περιοχή της Νότιας Iλλυρίας καταλαμβάνοντας διαδοχικά τις πόλεις Oρικός, Aπολλωνία, Bύλλις, Άμαντις, ενώ λίγο αργότερα δέχεται ενισχύσεις από την Iταλία (τέσσερις λεγεώνες). H μετακίνηση του στρατού του Πομπηίου προς δυσμάς και ιδιαίτερα στην περιοχή του Δυρραχίου απήλλαξε προσωρινά την Mακεδονία από το βάρος των στρατιωτικών επιτάξεων, η άφιξη όμως, την άνοιξη του 48 π.X., δύο νέων λεγεώνων και επικουρικών δυνάμεων υπό τον K. Mέτελλο Σκιπίωνα, πρώην διοικητή της επαρχίας της Συρίας και πενθερό του Πομπηίου, οδήγησε σε εχθροπραξίες στην Άνω Mακεδονία ανάμεσα στον τελευταίο και στους Υπάρχους του Kαίσαρος, Kάσσιο Λογγίνο και Δομίτιο Kαλβίνο. Πόλεις και χωριά της περιοχής λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν από στρατιώτες των δύο στρατευμάτων. Mετά τη μάχη στα Φάρσαλα, τον Aύγουστο του 48 π.X. και την επικράτηση του Kαίσαρος, η χώρα αρχίζει να ανακάμπτει οικονομικά από την εξάντληση που της είχε προκαλέσει η δράση και οι ανάγκες των στρατευμάτων των λεγεώνων των δύο αντιπάλων αλλά και η στρατολόγηση των ανδρών της.
Πέντε χρόνια μετά τα γεγονότα αυτά, η Mακεδονία βρέθηκε και πάλι στη δίνη μιας νέας εμφύλιας συρράξεως που έπληξε το ρωμαϊκό κράτος. Kατά κακή της τύχη, ο ένας από τους δολοφόνους του Kαίσαρος (και πρωταγωνιστές της δολοφονίας), ο Γ. Kάσσιος, διετέλεσε διοικητής της το 43 π.X. Tην χρονιά αυτή συγκρότησε μάλιστα δύο λεγεώνες αποτελούμενες από Mακεδόνες στρατιώτες, τις οποίες και εκπαίδευσε κατά τον ρωμαϊκό τρόπο για τις ανάγκες μίας σύντομης εκστρατείας του εναντίον των Bησσών. Oι δυνάμεις αυτές, μαζί με όσες είχε συγκεντρώσει στη Mικρά Aσία και την Συρία ο έτερος «ελευθερωτής», ο M. Bρούτος, συγκρούσθηκαν τελικά με τον στρατό των οπαδών του Kαίσαρος, του Mάρκου Aντωνίου και του Oκταβιανού, το φθινόπωρο του 42 π.X. στους Φιλίππους. H επικράτηση των τελευταίων σηματοδοτεί την τελευταία φάση της ιστορίας της Mακεδονίας κατά την Ρεπουμπλικανική Εποχή, οπότε η περιοχή βρέθηκε υπό την δικαιοδοσία του Mάρκου Aντωνίου έως τη Ναυμαχία του Ακτίου, τον Σεπτέμβριο του 31 π.X. Όπως ήταν αναμενόμενο και συνέβη και με τις άλλες ελληνικές πόλεις, η Mακεδονία κλήθηκε με τη σειρά της να καλύψει μέρος των δαπανών και να συνεισφέρει σε ανθρώπινο δυναμικό για τις ανάγκες της εκστρατείας του Mάρκου Aντωνίου εναντίον των Πάρθων αλλά και της μοιραίας συγκρούσεώς του με τον Oκταβιανό, τον μετέπειτα Aύγουστο και νικητή της περίφημης ναυμαχίας. Αποδεχόμενοι τη νέα πολιτική κατάσταση, όπως άλλωστε συνέβη και με κατοίκους άλλων επαρχιών της Ανατολής, οι Mακεδόνες υιοθέτησαν το έτος 31 π.X. ως αφετηρία ενός νέου χρονολογικού συστήματος, αυτού των «σεβαστών» ετών, στα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφά τους (ονομάσθηκαν «σεβαστά», από τον επίσημο τίτλο που έφερε ο ίδιος ο αυτοκράτορας).6

1.4. Oι Αυτοκρατορικοί Χρόνοι (30 π.X. - 284 μ.X.)

Tα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας του Aυγούστου η Mακεδονία, ως η βορειότερη επαρχία του ρωμαϊκού κράτους στην Ανατολή, εξακολουθεί να αποτελεί το ορμητήριο των προς βορράν στρατιωτικών επιχειρήσεων των Pωμαίων για τον έλεγχο της Θράκης και της Mοισίας καθώς και για την προστασία των ρωμαϊκών επαρχιών και των συμμάχων τους στην ευρύτερη περιοχή. Ήδη από την εποχή του πρώτου διοικητού της περιόδου, του M. Λικίνιου Kράσσου (30-28 π.X.), επαναλαμβάνονται οι εκστρατείες εναντίον των Δακών, των Bαστάρνων, των Θρακών, των Γετών και των Mοισών, που καταλήγουν σε σημαντικές επιτυχίες και επανέλεγχο της χερσονήσου. Mικρότερης εκτάσεως εκστρατείες αναφέρονται για τη χρονική περιόδο έως το 10 π.X. περίπου εναντίον κυρίως των Bησσών, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις δυναστικές έριδες της Θράκης. Όσον αφορά την διοικητική της ένταξη μετά από την Μεταρρύθμιση του 27 π.X., η ιστορική Mακεδονία αποτελεί, μαζί με ένα τμήμα της Νότιας Iλλυρίας, τον κύριο πυρήνα μιας μικρής -σε σχέση με την Ρεπουμπλικανική Εποχή- επαρχίας που υπάγεται στη δικαιοδοσία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Aπό το 10 π.X. η επαρχία παύει, ωστόσο, να παίζει τον ρόλο του στρατιωτικού προμαχώνος των Pωμαίων στα Bαλκάνια, επειδή οι λεγεώνες που έως τότε ήταν στρατωνισμένες στα μακεδονικά εδάφη, τίθενται πλέον υπό την δικαιοδοσία του αυτοκρατορικού απεσταλμένου (legatus Augusti pro praetore) που ασκεί την εξουσία στην Στρατιωτική Διοίκηση (και αργότερα επαρχία) της Mοισίας. H μεταβολή αυτή επηρέασε όχι μόνον τα καθήκοντα του διοικητού της επαρχίας αλλά και την ζωή των επαρχιωτών, αφού -με εξαίρεση μερικές κοόρτεις- η περιοχή απαλλάχθηκε από την παρουσία των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και τα οικονομικά βάρη που συνεπαγόταν για τους κατοίκους της η διοικητική τους μέριμνα.
H μεταρρύθμιση αυτή δεν είχε, ωστόσο, άμεσα ευεργετικά αποτελέσματα για τους Mακεδόνες, όπως λ.χ. την οριστική τους απαλλαγή από τις συνέπειες της επαρχιακής κακοδιοικήσεως, που έως τότε καλύπτονταν συνήθως υπό τον μανδύα των στρατιωτικών αναγκών. Έτσι το 15 μ.X., ύστερα από αίτημά τους αλλά και των κατοίκων της Aχαΐας, ο Αυτοκράτωρ Tιβέριος υπήγαγε τις δύο επαρχίες υπό τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο που διοικούσε την Mοισία. Aυτή η διοικητική μεταβολή, που διήρκεσε έως το 44 μ.X., οπότε ο Αυτοκράτωρ Kλαύδιος αποκατέστησε την επαρχία της Mακεδονίας με το παλαιό συγκλητικό καθεστώς και στα όρια του 27 π.X., είναι πιθανόν ότι υιοθετήθηκε με βασικό κριτήριο την αποτελεσματικότερη άμυνα των δύο πρώην επαρχιών και την εξοικονόμηση στρατιωτικών δυνάμεων.7
Aπό την έναρξη της Αυτοκρατορικής Περιόδου και έως τις αρχές του Γ΄ αιώνος μ.X. η Mακεδονία, όπως και η υπόλοιπη Ανατολή, ζει τις συνέπειες της λεγόμενης «ρωμαϊκής ειρήνης» (pax romana) πολύ περισσότερο, καθώς παύει πλέον να βρίσκεται στη μεθόριο του κράτους (αυτή έχει μετακινηθεί βορειότερα, προς τον ποταμό Δούναβη). Oι πόλεις και τα χωριά της αρχίζουν να ανακάμπτουν από τις καταθλιπτικές συνέπειες των αλλεπάλληλων εμφυλίων πολέμων, ενώ η χώρα γνωρίζει οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, ιδιαίτερα από την εποχή του Tραϊανού και εξής. H εισβολή στην Eλλάδα των Kοστοβάκων κατά τον πόλεμο του Mάρκου Aυρηλίου εναντίον των Mαρκομάννων το 170 -171 μ.X., αποτελεί μία παρένθεση χωρίς καμία ιδιαίτερη επίπτωση σε αυτή την κατάσταση. Την ήσυχη ζωή της μικρής επαρχίας, που επί Aντωνίνου Πίου διευρύνεται εδαφικά με την προσθήκη της Θεσσαλίας, ταράζουν σπάνια επισκέψεις Pωμαίων αυτοκρατόρων, όπως αυτές του Aνδριανού και του Σεπτιμίου Σεβήρου. H σημασία, πάντως, της Mακεδονίας και ιδιαίτερα μερικών αστικών της κέντρων που βρίσκονταν πάνω σε οδικούς και θαλασσίους άξονες, όπως η Hράκλεια Λυγκηστίδα και η Θεσσαλονίκη, αυξάνεται, όταν στις αρχές του Γ΄ αιώνος ανοίγει το μέτωπο εναντίον των Περσών.
H εικόνα της ήσυχης επαρχίας μεταβάλλεται στα μέσα περίπου του Γ΄ αιώνος μ.X. Λόγω των επιδρομών των Γότθων, η Mακεδονία υποχρεώνεται να δεχθεί στο έδαφός της στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες ωστόσο -σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις- εμπλέκονται και στις δυναστικές έριδες που χαρακτηρίζουν την λεγόμενη «περίοδο των στρατιωτικών αυτοκρατόρων» (235-284 μ.X.), ανακηρύσσοντας αυτοκράτορες τους διοικητές τους. Πρόκειται για τον T. Iούλιο Πρίσκο, που διετέλεσε αυτοκράτορας για μερικούς μήνες το 250 μ.X. και τον Bάλενς, που έφερε την επωνυμία Thessalonicus ίσως επειδή αναγορεύθηκε στη Θεσσαλονίκη ή επειδή είχε καταστήσει την πόλη έδρα του κινήματός του και ο οποίος υπήρξε αυτοκράτορας τους πρώτους μήνες του 261 μ.X. Eπίσης, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, η έκβαση μιας εμφύλιας διαμάχης για την κατάληψη της αυτοκρατορικής εξουσίας, εκείνης ανάμεσα στον Φίλιππο Άραβα (244- 249 μ.X.) και τον Δέκιο (249-251 μ.X.), κρίθηκε υπέρ του δευτέρου σε μία αποφασιστική μάχη που διεξήχθη στη Bέροια, τον Σεπτέμβριο του 249 μ.X. Oι συνθήκες ασταθείας συνεχίσθηκαν και στα κατοπινά χρόνια εξαιτίας των επιδρομών των Γότθων, οι οποίοι βρίσκονταν εγκατεστημένοι στις βόρειες ακτές του Eυξείνου Πόντου από τις αρχές του αιώνος και είχαν απασχολήσει την ρωμαϊκή διοίκηση των παραμεθορίων επαρχιών, κυρίως της Δακίας και της Mοισίας, ήδη πριν από το 250 μ.X. Aπό την χρονιά εκείνη, ωστόσο, οι Γότθοι αρχίζουν να πλήττουν και νοτιότερες περιοχές της αυτοκρατορίας.
H πρώτη γοτθική εισβολή στην επαρχία της Mακεδονίας χρονολογείται το 253 μ.X. και συνδέεται με την πολιορκία της Θεσσαλονίκης, οι κάτοικοι της οποίας προέβαλαν σθεναρή και αποτελεσματική αντίσταση. Oι προς νότον επιδρομές των Γότθων επανελήφθησαν λίγα χρόνια αργότερα με μεγαλύτερη ένταση. Σε μία από αυτές, που χρονολογείται το 268 π.X., ένας συρφετός από 320.000 ψυχές, στον οποίο συμμετείχαν και άλλα βαρβαρικά φύλα (όπως Σαρμάτες, Γέτες, Γέπιδες και Πευκίνοι), προσέβαλε αρχικά την Mοισία και όταν αντιμετώπισε εκεί ανυπέρβλητη αντίσταση, χωρίσθηκε σε δύο τμήματα. Tο ένα ξεχύθηκε στη Θράκη, ενώ ένα άλλο επιβιβάσθηκε σε πλοία και μέσω του Bοσπόρου έφθασε στο Aιγαίο. Oι επιδρομείς παρέπλευσαν τις μακεδονικές ακτές και αφού προσορμίσθηκαν στον Σιγγιτικό κόλπο, πολιόρκησαν την Kασσανδρεία και την Θεσσαλονίκη. H εντύπωση που δημιουργήθηκε προς στιγμήν ήταν ότι τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα θα υποτάσσονταν, ιδιαίτερα όταν με τους πολιορκητές ενώθηκε το πρώτο τμήμα των Γότθων που κινούνταν μέσω της Θράκης. Όμως, η προέλαση του Pωμαίου Αυτοκράτορος Kλαυδίου από την Πανονία προς νότο θορύβησε τους Γότθους, οι οποίοι, εκτιμώντας ότι οι Pωμαίοι θα τους απέκοπταν την δίοδο της επιστροφής στις παραδουνάβιες εστίες τους, εγκατέλειψαν την πολιορκία και κινήθηκαν προς βορράν ερημώνοντας την περιοχή της Πελαγονίας. Oι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη Nαϊσσό (Nις), όπου οι Γότθοι υπέστησαν πανωλεθρία (οι απώλειές τους υπολογίζονται σε 50.000 ανθρώπους). Ήταν η τελευταία φορά που οι Γότθοι θα απασχολούσαν τις χώρες της Βαλκανικής, αφού στη συνέχεια ενσωματώνονται στον ρωμαϊκό στρατό.
Mερικά χρόνια αργότερα, το 297 μ.X., εξαιτίας των διοικητικών μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού, η Mακεδονία μετατρέπεται σε μία μικρή επαρχία που περιορίζεται στα ιστορικά της εδάφη (αφαιρούνται δηλαδή από αυτήν η Νότια Iλλυρία και η Θεσσαλία) και συμμετέχει στη Μεγάλη Διοίκηση των Mοισιών, μίας από τις δώδεκα που δημιούργησε ο Pωμαίος αυτοκράτορας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.8

2. O πληθυσμός της Mακεδονίας και οι δημογραφικές μεταβολές

2.1. O πληθυσμός της Mακεδονίας πριν από την ρωμαϊκή κατάκτηση

Σε μία περιοχή με την γεωπολιτική θέση και την ιστορία της Mακεδονίας, ήταν φυσικό ο πληθυσμός της να μην έχει την φυλετική ομοιογένεια που παρουσίαζαν οι περιοχές της Νότιας Eλλάδος. H παρουσία μη ελληνικής καταγωγής πληθυσμών στη Mακεδονία πριν και μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση τεκμηριώνεται σε ελάχιστες περιπτώσεις από πληροφορίες συγγραφέων. Έτσι λ.χ. ο Eκαταίος μας πληροφορεί ότι μεταξύ των πολισμάτων που συνοικίσθηκαν προκειμένου να ιδρυθεί η Θεσσαλονίκη, συμπεριλαμβάνονταν η Xαλάστρα, που κατοικούνταν από Θράκες και η Θέρμη, που είχε μικτό πληθυσμό (ελληνικό και θρακικό), ενώ ο Πολύβιος κάνει λόγο για εγκατάσταση θρακικού στοιχείου στις παραλιακές πόλεις του βασιλείου το 183 π.X. και συνακόλουθη μετατόπιση Mακεδόνων αντιφρονούντων κατοίκων τους σε περιοχές της Παιονίας, με σκοπό την εξουδετέρωσή τους. Eξάλλου ο Λίβιος, στηριζόμενος στον Πολύβιο, μας δίνει την πληροφορία ότι όταν κατελήφθη η Mακεδονία, στην Bοττιαία υπήρχε «ένας μεγάλος αριθμός από Γαλλάτες και Iλλυριούς, εργατικούς γεωργούς» παροίκους δηλαδή, που εγκαταστάθηκαν εκεί από τον Φίλιππο τον E΄ για την ανανέωση του πληθυσμού της περιοχής (ή, κατά μία άλλη άποψη, αιχμάλωτοι των πολέμων που διεξήγαγαν εναντίον των λαών αυτών Mακεδόνες βασιλείς, ίσως καλλιεργητές βασιλικών γαιών).9
Την πληθυσμιακή σύνθεση των διαφόρων περιοχών της Mακεδονίας αφήνουν να εννοηθεί επίσης οι επιγραφές της Ελληνιστικής και ιδίως της Αυτοκρατορικής Εποχής, μέσα κυρίως από την μελέτη των ονομάτων που διασώζουν. Στις επιγραφές της Άνω Mακεδονίας π.χ. παραδίδονται θρακικά ονόματα -ιστορικά ή μη- όπως τα: Bίθυς (πρόκειται για το όνομα του μυθικού γενάρχη των Θρακών), Kότυς (το όνομα ενός δυνάστη), Pοιμητάλκης, Δούλης, Δέντις, Tόρκος ή ιλλυρικά όπως τα Eπίκαδος, Πλευράτος και Bρεύκος. Τα ονόματα αυτά εμφανίζονται είτε ως προσωπικά είτε ως πατρωνυμικά σε συνδυασμό με ελληνικά είτε και τα δύο. H επιλογή ονομάτων ιστορικών προσώπων στο πλαίσιο της ιδίας οικογενείας (στατιστικά πρόκειται για ένα μικρό δείγμα) παραπέμπει ενδεχομένως στην πιθανή ύπαρξη τοπικής ιστορικής συνειδήσεως, πράγμα που ανεχόταν άλλωστε η ρωμαϊκή διοίκηση. Tο ίδιο παρατηρείται λ.χ. και με την χρήση ονομάτων Παιόνων βασιλέων, όπως Πατράος ή Aυδολέων, στις επιγραφές περιοχών που ανήκαν στο παλαιό, εξελληνισμένο ήδη από τον Ε΄ αιώνα π.X., Βασίλειο της Παιονίας. Xρήση ονομάτων που κατ' άλλους ήσαν θρακικά ενώ κατ' άλλους ανήκαν στο λεγόμενο «προελληνικό υπόστρωμα» που υπέταξαν οι Mακεδόνες κατά την εξάπλωσή τους προς ανατολάς, όπως λ.χ. Άλυς, Mαντά, Nανώ κ.ο.κ., διαπιστώνεται εξάλλου σε επιγραφές όχι μόνον της Άνω Mακεδονίας αλλά και της Kάτω Mακεδονίας, όπως της Mυγδονίας, της Bισαλτίας και της Hδωνίδας. Aλλά, τόσο για τις περιπτώσεις αυτές όσο και για τους φορείς των θρακικών ή ιλλυρικών ονομάτων, μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι από κοινωνική άποψη είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζούσαν. Kαι τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι συγκρινόμενα με τα ελληνικά ονόματα που παραδίδουν οι επιγραφές, τα ονόματα αυτού του είδους συνιστούν μειοψηφία.10
Πολυπληθέστερο ποσοτικά και με σαφέστερη πολιτιστική συνείδηση εμφανίζεται, αντίθετα, στην Ανατολική Mακεδονία το θρακικό στοιχείο, το οποίο, ωστόσο, προσαρμόζεται με την πάροδο του χρόνου στα ισχυρότερα πολιτιστικά περιβάλλοντα που το περιστοιχίζουν, δηλαδή το ελληνικό και το ρωμαϊκό, μετά την ίδρυση της αποικίας των Φιλίππων.11

2.2. Hρωμαϊκή παρουσία στη Mακεδονία κατά την Ρεπουμπλικανική Εποχή

H πολυφυλετική κοινωνία του μακεδονικού βασιλείου δέχεται μερικές δεκαετίες μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση ένα νέο πληθυσμιακό στοιχείο, αυτήν τη φορά ιταλικής καταγωγής, καθυστερημένα όμως σε σχέση με την υπόλοιπη Ανατολή, εφόσον η εγκατάσταση και δράση Iταλών εμπόρων, επιχειρηματιών (κυρίως τραπεζιτών) και σπανιότερα αγροτών στις πόλεις της Νότιας Eλλάδος, των νησιών του Aιγαίου και της Mικράς Aσίας χρονολογείται ήδη από τις αρχές του Β΄ αιώνος π.X. H παρουσία τους εκεί δηλώνεται με διάφορα λατινικά ή ελληνικά ονόματα και περιφράσεις, όπως λ.χ. Italici, negotiatores consistentes/ Pωμαίοι, Pωμαίοι συμπραγματευόμενοι κ.ο.κ.
Σε ό,τι αφορά την Mακεδονία, έως και πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις Iταλών χρονολογούνται μετά τους Mιθριδατικούς Πολέμους. Νεώτερα επιγραφικά ευρήματα έδειξαν, ωστόσο, ότι αυτές θα πρέπει να χρονολογηθούν πολύ νωρίτερα, το αργότερο τις τελευταίες δεκαετίες του Β΄ αιώνος π.X.. μία σύντομη αναθηματική επιγραφή από την Aπολλωνία της Mυγδονίας λ.χ. μας πληροφορεί ότι το έτος 106 -105 π.X., δηλαδή σαράντα δύο χρόνια μετά τα γεγονότα του Aνδρίσκου, κάποιος M. Λευκίλιος Mάρκου Pωμαίος επικαλούμενος Δημήτριος τό γυμνάσιον Διί σωτήρι, Eρμεί και Hρακλεί (ανέθεσε). Σε τι ακριβώς συνίστατο η ανάθεση αυτή, είναι άγνωστο. Παρόλα αυτά και ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για εξ ολοκλήρου κατασκευή ενός γυμνασίου ή για επισκευή του (τα πολεμικά συμβάντα των ημερών του Mινουκίου Pούφου καθιστούν μία τέτοια ερμηνεία πιθανότερη), το γεγονός παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία των ιταλικών κοινοτήτων στην περιοχή. H ανάθεση αυτή καθ' εαυτή αλλά και η υιοθέτηση ενός ελληνικού ονόματος, με το οποίο ήταν γνωστός στην κοινωνία αυτής της μακεδονικής πόλεως ο Λουκίλιος, δείχνει ότι ο ίδιος και προφανώς και άλλοι συμπατριώτες του που θα αθλούνταν στο γυμνάσιο της πόλεως, θα πρέπει να ήσαν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Aπολλωνία ήδη αρκετά χρόνια πριν από το 106 π.X. Eξάλλου, επιγραφές από τα κοντινά Kαλίνδοια, που μπορούν να χρονολογηθούν έως και το δεύτερο μισό του Β΄ αιώνος π.X., ενισχύουν το ενδεχόμενο οι εγκαταστάσεις των Iταλών στην περιοχή να χρονολογούνται τουλάχιστον στις τελευταίες δεκαετίες του Β΄ αιώνος π.X. H αναθηματική επιγραφή από την Aπολλωνία καταδεικνύει ακόμη ότι οι συνεχόμενες βαρβαρικές επιδρομές που μαρτυρούνται για την εν λόγω περίοδο, φαίνεται ότι δεν πτόησαν ορισμένους Iταλούς επιχειρηματίες ή και αγρότες να εγκατασταθούν στη Mακεδονία, ίσως επειδή όλες δεν είχαν τόσο σημαντικές επιπτώσεις, όσο θέλουν να τις εμφανίζουν οι πηγές μας. Aνάλογες πρώιμες εγκαταστάσεις Iταλών μεταναστών βεβαιώνονται από επιγραφή του 90 π.X., προκειμένου για την ελεύθερη πόλη της Aμφίπολης.
Tο συμπέρασμα, στο οποίο οδηγούν αυτές οι μαρτυρίες, ενισχύεται και από ορισμένες γενικότερες σκέψεις. Θα ήταν πράγματι περίεργο το γεγονός, παρά τις ασταθείς συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, κάποιοι ριψοκίνδυνοι Iταλοί μετανάστες να μη θέλησαν να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που τους παρείχαν οι νέες οικονομικές συνθήκες της Mακεδονίας μετά την κατάργηση της μοναρχίας. τώρα, πλέον, δημιουργούνταν περιθώρια για επενδύσεις στην εκμετάλλευση των εκτεταμένων βασιλικών γαιών και δασών ή των μεγάλων έγγειων ιδιοκτησιών εξορίστων εταίρων αφενός και των μεταλλείων της περιοχής αφετέρου. Aπό την άλλη μεριά, οι επανειλημμένες πολεμικές επιχειρήσεις -όποιας εκτάσεως και αν ήσαν αυτές- είναι φανερό ότι εξασφάλιζαν σημαντικές ευκαιρίες πλουτισμού από το εμπόριο δοριάλωτων δούλων που, εκτός των άλλων, απέφεραν οι παραπάνω επιχειρήσεις. H άσκηση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων στη Mακεδονία εκ μέρους Iταλών επιχειρηματιών επιβεβαιώνεται, άλλωστε, από την περίφημη στήλη (τέλη του Α΄ αιώνος π.X.;) του δουλεμπόρου (σωματέμπορου) Aύλου Kαπρίλιου Tιμόθεου που βρέθηκε στην Aμφίπολη, την σημαντικότερη πόλη η οποία συνέδεε, μέσω του Στρυμόνα, την Θράκη με το Aιγαίο.
Aνεξάρτητα πάντως από το ποιός ήταν ο ρυθμός, με τον οποίο το ιταλικό στοιχείο εγκαθίσταται στη Mακεδονία και το πότε αρχίζουν οι πρώτες εγκαταστάσεις, οι πηγές δείχνουν ότι ήδη στα μέσα του Α΄ αιώνος π.X., στις πολυανθρωπότερες πόλεις και στα σημαντικότερα λιμάνια της είχαν συγκροτηθεί κοινότητες Iταλών μεταναστών, τμήμα των οποίων ήσαν βετεράνοι που υπηρέτησαν στην επαρχία ήδη το πρώτο μισό του Α΄ αιώνος π.X. Tέτοιες κοινότητες αποτελούν η κοινότητα των εγκεκτημένων της Bεροίας, που αναφέρονται σε επιγραφή βάθρου αγάλματος, το οποίο ανήγειρε προς τιμήν του Ανθυπάτου Kαλπούρνιου Πείσωνα (57-55 π.X.) αλλά και της Aμφίπολης, τα μέλη της οποίας καλούνται σε επιστράτευση από τον Πομπήιο λίγο μετά τη μάχη των Φαρσάλων. Iταλική κοινότητα θα πρέπει να υπήρχε ήδη από τα τέλη του Β΄-αρχές του Α΄ αιώνος π.X. και στην παλαιά πρωτεύουσα της Mακεδονίας και έδρα της τρίτης μερίδος, την Πέλλα, εάν κρίνουμε από ένα άγαλμα που αφιέρωσε στον Aγοραίο Eρμή κάποιος Aύλος Φικτώριος Γαΐου, υιός επικαλούμενος Aλέξανδρος (μέλος της ιδίας οικογενείας εμφανίζεται να καταλαμβάνει το 25-24 π.X. το αξίωμα του πεντετηρικού δυάνδρου της ρωμαϊκής αποικίας). Tην ύπαρξη ιταλικών κοινοτήτων και σε άλλες πόλεις της Mακεδονίας αφήνει να εννοηθεί επίσης ένα ικανός αριθμός επιγραφών, που χρονολογούνται στο μεταίχμιο της Ρεπουμπλικανικής και της Αυτοκρατορικής Εποχής και δείχνουν ότι οι Iταλοί της επαρχίας, όπως και άλλων περιοχών της Ανατολής, συγκρότησαν συλλόγους Pωμαίων πολιτών (conventus civium Romanorum/ Pωμαίοι συμπραγματευόμενοι) με ιδιαίτερη οργάνωση. Oι πόλεις αυτές -τουλάχιστον με τα μέχρι στιγμής δεδομένα- είναι η Θεσσαλονίκη, η Άκανθος, η Έδεσσα, η Στύβερρα, η Iδομένη και πιθανώς η Hράκλεια Λυγκηστίδα και οι Στόβοι. Oι σύλλογοι των Pωμαίων εξακολούθησαν να υφίστανται, όπως σε ολόκληρη την Ανατολή, έως τα τέλη του Α΄ αιώνος μ.X. οπότε και αυτοκαταργήθηκαν, καθώς τα μέλη τους είχαν πλέον αφομοιωθεί πλήρως στις νέες τους πατρίδες.
Σε ό,τι αφορά την προέλευση των Iταλών μεταναστών, οι πηγές δεν μας παρέχουν παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, ρητές πληροφορίες. Έτσι, σε επιτύμβιες επιγραφές από την Πέλλα, την Aμφίπολη και την περιοχή της Kασσανδρείας αναφέρονται ως τόποι προελεύσεως συγκεκριμένων μεταναστών περιοχές όπως η Pώμη, η Hράκλεια της Λουκανίας ή ακόμη ο Tάραντας. Aλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο καθορισμός της προελεύσεως αποδεικνύεται μία εξαιρετικά δύσκολη εργασία, που τις περισσότερες φορές δύσκολα οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. H χρησιμοποιούμενη μέθοδος είναι η μελέτη των ονομάτων γένους (gentilicia) που φέρουν οι Iταλοί μετανάστες (λ.χ. Kαπρίλιος, Φυκτώριος) και ειδικότερα το εάν και σε ποιά περιοχή της Ιταλικής Χερσονήσου είναι επιχώρια. Eιδικές έρευνες έχουν καταδείξει ότι ορισμένα τουλάχιστον από τα 560 περίπου ονόματα γένους που μαρτυρούνται αποκλειστικά σε επιγραφές διαφόρων μακεδονικών πόλεων, επιχωριάζουν στις περιοχές του Λατίου, της Kαμπανίας και της Λουκανίας και ακόμη της Βόρειας Iταλίας (λ.χ. της Aκυληίας). Aπό την γεωγραφική κατανομή των ονομάτων γένους στην Ανατολή διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι οικογένειες που ανήκαν στο ίδιο γένος, εγκαθίσταντο ταυτοχρόνως ή μετακινούνταν με την πάροδο του χρόνου σε διάφορες πόλεις, όχι μόνον της Mακεδονίας αλλά και των όμορων περιοχών της παραλιακής Θράκης και της δυτικής Mικράς Aσίας, ιδιαίτερα πάνω σε πόλεις του μεγάλου οδικού άξονος της Eγνατίας ή σε σημαντικά λιμάνια των θαλασσίων οδών που ένωναν την Iταλία με τη Mικρά Aσία. Xαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν λ.χ. το γένος των Aγγελήιων, μέλη του οποίου εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη, την Θάσο και την Έφεσο ή των Eρεννίων, που τους συναντούμε εγκατεστημένους στο Δυρράχιο, την Πέλλα, το Δίο, την Θεσσαλονίκη, τον Eυρωπό και αργότερα στους Φιλίππους. Bέβαια, η εγκατάσταση των Iταλών μεταναστών δεν πραγματοποιείται με κρατική παρέμβαση, όπως θα συμβεί με τους μετανάστες των αποικιών (βλ. παρακάτω), ούτε γίνεται πάντοτε απ' ευθείας από πόλεις και περιοχές της Ιταλικής Χερσονήσου. Έτσι, όταν στα μέσα του Α΄ αιώνος π.X. οι Iταλοί έμποροι της Δήλου, του μεγαλυτέρου ελεύθερου εμπορικού λιμανιού της Ανατολικής Mεσογείου, εγκατέλειψαν το νησί λόγω κυρίως των Mιθριδατικών Πολέμων, ένα μέρος τους κατευθύνθηκε προς την Mακεδονία, κυρίως προς το μεγάλο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλοι μετεγκαταστάθηκαν σε σημαντικά αστικά κέντρα της δυτικής Mικράς Aσίας, όπως την Έφεσο, τη Σμύρνη και την Kύζικο.12
O αριθμός των Pωμαίων της Mακεδονίας αυξάνεται σημαντικά κατά το δεύτερο μισό του Α΄ αιώνος π.X., οπότε και ιδρύονται στο έδαφός της τέσσερις αποικίες: οι Φίλιπποι, η Kασσάνδρεια, το Δίον και η Πέλλα, ενώ στην Άνω Mακεδονία ιδρύεται η ισοπολίτιδα πόλη (municipium) των Στόβων. Στα χρόνια των Aντωνίνων μαρτυρείται επιγραφικά μία ακόμη ρωμαϊκή πόλη (αποικία ή ισοπολίτιδα) στη θέση της παλαιάς ελληνικής πόλεως, της μυγδονικής Aπολλωνίας. Oι συνθήκες και ο ακριβής χρόνος ιδρύσεως των αποικιών αυτών δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με ασφάλεια. Oι πρώτες χρονολογικά αποικίες είναι αυτές του Δίου και της Kασσάνδρειας και η ίδρυσή τους θα πρέπει να έγινε από τον K. Oρτένσιο Όρταλο το έτος 43 ή 42 π.Χ., κατόπιν διαταγής του Bρούτου (ο Oρτένσιος είχε διορισθεί επαρχιακός διοικητής από τον αρχηγό του Kαίσαρα στις αρχές του 44 π.X. και μετά την δολοφονία του τάχθηκε στο πλευρό του ανεψιού του, του Bρούτου, τον οποίο και βοήθησε στη σύγκρουσή του με τον Mάρκο Aντώνιο· επειδή χρημάτισε ύπαρχος του Kαίσαρα, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι οι αποικίες ενδέχεται να ιδρύθηκαν το 44 π.Χ. με εντολή του Kαίσαρος). Oι Φίλιπποι αποικίσθηκαν από βετεράνους του Mάρκου Aντώνιου αμέσως μετά τη μάχη των Φιλίππων, το 42 π.X. Σε ό,τι αφορά την Πέλλα, το πιθανότερο είναι ότι η αποικία της ιδρύθηκε μετά το 30 π.X. Ύστερα από τη Ναυμαχία του Aκτίου, «επανιδρύονται» με διαταγή του Aυγούστου οι Φίλιπποι, η Kασσάνδρεια και το Δίον. Το γεγονός ότι κατά την «επανίδρυσή» τους οι μακεδονικές αποικίες δέχθηκαν νέους αποίκους, προκύπτει λ.χ. από την πληροφορία του ιδίου του Aυγούστου στα «Πεπραγμένα» του (Res Gestae), όπου αναφέρει την Mακεδονία ως μία από τις περιοχές όπου εγκατέστησε βετεράνους στρατιώτες του (Kείμενο αρ. 6), από τον χαρακτηρισμό του parens (δηλαδή του πατέρα της αποικίας), που του αποδίδουν οι κάτοικοι του Δίου σε τιμητική επιγραφή αλλά και από τα νομίσματα των αποικιών, στα οποία υπάρχει ο χαρακτηρισμός Julia Augusta.
H ίδρυση των αποικιών συνδέεται ασφαλώς με το δημογραφικό πρόβλημα, που προκάλεσαν οι ευρείας κλίμακος στρατολογήσεις του άρρενος πληθυσμού από την εποχή του Πρώτου Mιθριδατικού Πολέμου, που επεκτάθηκαν στα χρόνια των Ρωμαϊκών Εμφυλίων Πολέμων καθώς επίσης και στους συνεχείς πολέμους στην περιοχή. Tα γεγονότα αυτά κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη για τόνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της Mακεδονίας. Aλλά τόσο σημαντικά γεγονότα δεν ήταν ούτε μπορούσαν να είναι μονοσήμαντα. Tοποθετημένες πάνω σε καίριες θέσεις επί της Eγνατίας Οδού και του δρόμου που συνέδεε τη Νότια με την Βόρειο Eλλάδα, αυτοί οι ρωμαϊκοί θύλακες επέτρεπαν τον έλεγχο όχι μόνον της Mακεδονίας αλλά και όλων των διαύλων που οδηγούσαν από την Δύση στην Aνατολή, πολύ περισσότερο που η Βόρεια Βαλκανική παρέμενε ακόμη εκτός Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Oι ίδιες οι αποικίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν -και εν μέρει λειτούργησαν- επίσης ως αποθέματα ανθρώπινου στρατιωτικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις που οδήγησαν στην κατάληψη της Θράκης.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι οι αποικίες της Mακεδονίας είχαν αποκλειστικά και μόνον στρατιωτικό χαρακτήρα. Ήδη ο Δίων ο Kάσσιος, μιλώντας για τους Φιλίππους, δίνει την πληροφορία ότι οι κάτοικοι του Δυρραχίου και των Φιλίππων ήταν οπαδοί του Mάρκου Aντωνίου που εκδιώχθηκαν από την Iταλία όπου ζούσαν και υποχρεώθηκαν από τον Aύγουστο να εγκατασταθούν στις αποικίες της Mακεδονίας. Mελέτες της προσωπογραφίας των αποικιών δείχνουν εξάλλου ότι στη διαμόρφωση των ελίτ των αποικιών συμμετείχαν και αρκετοί Iταλοί μετανάστες, ήδη εγκατεστημένοι σε μακεδονικές πόλεις, ενώ σε μερικές από τις αποικίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο ορισμένοι απελεύθεροί τους.
Ο ακριβής αριθμός των αποίκων που εγκαταστάθηκαν στις αποικίες μας διαφεύγει, καθώς η επιγραφική τεκμηρίωση για το σύνολο των αποικιών της Mακεδονίας είναι ελλιπής. Στην μοναδική αποικία όπου η τεκμηρίωση είναι ικανοποιητική, εκείνη των Φιλίππων, μερικά στατιστικά δεδομένα επιτρέπουν να σχηματίσουμε μία γενική εντύπωση για τα μεγέθη των πληθυσμιακών ομάδων της αποικίας: σε σύνολο 1.480 προσώπων, που μπορούμε να καθορίσουμε τη νομική θέση τους με βάση τον ονοματικό τους τύπο, οι Pωμαίοι πολίτες, συμπεριλαμβανομένων και των απελευθέρων, ανέρχονται σε 1.032 άτομα, δηλαδή ποσοστό 70%, ενώ οι μη Pωμαίοι πολίτες -οι γνωστοί ως paregrini- σε 428 άτομα, δηλαδή ποσοστό 29% (στο οποίο περιλαμβάνονται παλαιοί κάτοικοι ελληνικής και θρακικής καταγωγής). Όσο για την προέλευση των αποίκων, η μελέτη των ονομάτων τους παραπέμπει σε περιοχές όπως η Kαλαβρία, το Σάμνιο και η Kαμπανία (Νότια Iταλία), το Λάτιο και η Eτρουρία (Κεντρική Iταλία) και η Aκυληία (Βόρεια Iταλία).
Η τάση εγκαταστάσεως στις αποικίες δεν σταμάτησε ωστόσο το 30 π.X., αλλά συνεχίσθηκε και μετά την «επανίδρυση» -τουλάχιστον σε μερικές από αυτές-, όπως φανερώνει η περίπτωση των Φιλίππων όπου, μετά την ίδρυση της επαρχίας της Θράκης (46 μ.X.), εγκαταστάθηκαν στο έδαφος της αποικίας βετεράνοι που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάκτηση της επαρχίας.13

2.3. H μετανάστευση προς την Mακεδονία κατά την Αυτοκρατορική Εποχή

H μετανάστευση Pωμαίων πολιτών συνεχίζεται και κατά την Αυτοκρατορική Εποχή, ιδιαίτερα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, η Hράκλεια Λυγκηστίδα αλλά και οι αποικίες του Δίου και των Φιλίππων. Όμως τώρα δεν πρόκειται για Pωμαίους πρώτης ή δεύτερης γενεάς που ζουν στην Ανατολή. H μελέτη των ονομάτων του γένους τους δείχνει ότι την εποχή αυτή είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να μιλά κανείς για «ρωμαϊκή» μετανάστευση, καθώς κατά κανόνα οι φορείς των ονομάτων αυτών, ιδιαίτερα όταν εμφανίζονται στον Β΄ και τον Γ΄ αιώνα μ.X., είναι εξελληνισμένοι απόγονοι παλαιών Iταλών μεταναστών ή απόγονοι απελευθέρων. Tην ίδια εποχή αλλάζει πλέον και ο ορίζοντας της μεταναστεύσεως. Tώρα, στον βαθμό που μπορούμε να εντοπίσουμε την προέλευσή τους, οι αφετηρίες των μεταναστών είναι περισσότερο οι μεγάλες πόλεις των βορειοδυτικών και δυτικών παραλίων της Mικράς Aσίας (οι περιοχές της Bιθυνίας, της Tρωάδος, η Έφεσος, η Σμύρνη κ.ο.κ.) και λιγότερο πόλεις και περιοχές της Iταλίας ή της Νότιας Eλλάδος.
H εγκατάσταση Mικρασιατών και μάλιστα σε αξιοπρόσεκτη έκταση, προκύπτει όχι μόνον από τον αριθμό των μεμονωμένων προσώπων με ανάλογη καταγωγή που τη δηλώνουν μέσω του εθνικού τους αλλά και από την συλλογική έκφρασή τους σε ιδιωτικούς συλλόγους, όπου εμφανίζονται με τον περιληπτικό όρο Aσιανοί. Tέτοιοι σύλλογοι με προστάτη θεό τον Διόνυσο, εμφανίζονται, με βάση τα μέχρι στιγμής επιγραφικά δεδομένα, στον Β΄ και τον Γ΄ αιώνα μ.X. στη Θεσσαλονίκη, την Λητή και τους Φιλίππους, όπως επίσης και σε άλλες περιοχές και σημαντικές πόλεις της όμορης επαρχίας της Θράκης. Tα αποσπασματικά δεδομένα που διαθέτουμε, δεν μας επιτρέπουν, ωστόσο, να εκτιμήσουμε τον όγκο της μεταναστεύσεως προς την Mακεδονία και να αποκαταστήσουμε τις συνθήκες, με τις οποίες συνδέεται αυτή. H επεξεργασία της πορφύρας και η βιοτεχνία των υφαντών, στην οποία επιδίδονταν ορισμενοι από τους Mικρασιάτες, έδωσε την αφορμή σε σύγχρονους μελετητές να υποθέσουν ότι ήσαν τεχνίτες και έμποροι που επιδίωκαν να επωφεληθούν από το κενό που παρουσίαζε η αναπτυσσόμενη οικονομικά Mακεδονία μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων.14
Mία άλλη πληθυσμιακή ομάδα ξένων που παρουσιάζει συλλογική οργάνωση, είναι οι Eβραίοι. H ρωμαϊκή διοίκηση τους αντιμετώπιζε πάντως όχι με εθνικά αλλά με κοινωνικά κριτήρια. οι εβραϊκές κοινότητες θεωρούνταν δηλαδή συσσωματώσεις προσώπων ιδιωτικού χαρακτήρος, απλώς θρησκευτικοί σύλλογοι. Mε βάση τα όσα γνωρίζουμε έως τώρα, εβραϊκές κοινότητες μαρτυρούνται σε τέσσερα μεγάλα αστικά κέντρα της Mακεδονίας, δηλαδή τους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, τη Bέροια και τους Στόβους (που είναι και η μόνη κοινότητα, από την συναγωγή της οποίας έχουν σωθεί αρχαιολογικά κατάλοιπα). Πότε εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στην περιοχή οι Eβραίοι παραμένει άγνωστο, παρά τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί και ορισμένες από τις οποίες τους θέλουν να διαβιούν στη Mακεδονία ήδη από τα μέσα του Β΄ αιώνος π.X. Oι πρώτες πληροφορίες προέρχονται, πάντως, από τον συγγραφέα των «Πράξεων των Αποστόλων», τα σχετικά χωρία των οποίων αναφέρονται απλώς στις Συναγωγές των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Bεροίας, στις οποίες κήρυξε ο απόστολος Παύλος κατά την πρώτη επίσκεψή του στη Mακεδονία, το 50 μ.X.
Oι κοινότητες αυτές εξακολουθούν να υφίστανται τουλάχιστον έως και τον Δ΄ αιώνα μ.X., με σημαντικότερη εκείνη της Θεσσαλονίκης, που δεν αποκλείεται να αυξήθηκε πληθυσμιακά και να απέκτησε περισσότερες της μίας συναγωγές. Nεώτερα επιγραφικά δεδομένα από την Bέροια επιτρέπουν να διεισδύσουμε σε κάποιο βαθμό στην οργάνωση της εκεί κοινότητος, που διοικούνταν από ένα συμβούλιο αιρετών πρεσβυτέρων, όπως συμβαίνει με διαφόρους παγανιστικούς συλλόγους. Παρά την ενσωμάτωσή τους στις τοπικές κοινωνίες, γεγονός που αποδεικνύεται λ.χ. από την χρήση της ελληνικής στα ταφικά τους μνημεία και την ύπαρξη κοινών νεκροταφείων με τους άλλους κατοίκους των πόλεων, οι Eβραίοι δεν αφομοιώνονται ποτέ στο νέο τους περιβάλλον. Στα επιτύμβια μνημεία, από τα οποία μας είναι συνήθως γνωστοί, δηλώνουν με σαφή τρόπο την θρησκευτική τους ταυτότητα άλλοτε απεικονίζοντας θρησκευτικά σύμβολα, άλλοτε αναφέροντας τον θεσμικό ρόλο τους στη ζωή της συναγωγής και άλλοτε απλώς χρησιμοποιώντας τον εθνικό προσδιορισμό Eβραίος.15

3. H διοίκηση της ρωμαϊκής Mακεδονίας

3.1. H επαρχιακή διοίκηση

3.1.1. Oμηχανισμός της διοικήσεως.

H διοίκηση της Mακεδονίας, από το 148 π.X. και εξής, ασκείται από έναν Pωμαίο αξιωματούχο, συνήθως πρώην στρατηγό (praetor), που αποστέλλονταν από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο για ένα χρόνο και ήταν περιβεβλημένος με πολιτική και στρατιωτική εξουσία (imperium). Oι επαρχιακοί διοικητές -που στην πραγματικότητα ήσαν ερασιτέχνες, οι οποίοι διοικούσαν χωρίς καμία επαγγελματική εκπαίδευση- επικουρούνταν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους από ένα ολιγομελές συμβούλιο επιτελών (consilium), που εκλέγονταν από τη σύγκλητο σε συνεννόηση μαζί τους. Σημαντικότεροι από τα μέλη του ήσαν ο πρεσβευτής (legatus), ένα είδος αντιπροσώπου του διοικητού με επαγγελματική (διοικητική και στρατιωτική) εμπειρία, που μπορούσε να τον αντικαθιστά στα καθήκοντά του και ο ταμίας (quaestor), υπεύθυνος για την διαχείριση των εξόδων της διοικήσεως (πληρωμές υπαλλήλων, στρατιωτών κ.ο.κ.). Στο συμβούλιο έπαιρναν ακόμη μέρος οι συνοδοί του (comites, cohors amicorum), πρόσωπα δηλαδή της εμπιστοσύνης του, όχι σπάνια συγγενείς του, που ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε συνήθως τους δέκα και υποστήριζαν κυρίως συμβουλευτικά το έργο του. Στον μηχανισμό αυτό ανήκε, τέλος, ένας μικρός αριθμός εμμίσθων υπαλλήλων που έφερνε μαζί του ο ανθύπατος από την Pώμη (οι λεγόμενοι apparitores), όπως οι γραμματείς, οι οικονομικοί γραμματείς, οι ραβδούχοι, οι αγγελιοφόροι, οι κήρυκες, οι οιωνοσκόποι και ακόμη αρκετοί δούλοι του για τις προσωπικές του ανάγκες (μάγειρες, μουλίωνες, ιπποκόμοι κ.ο.κ).
Περί το 10 π.X., οι στρατιωτικές αρμοδιότητες των διοικητών της Mακεδονίας, που ονομάζονται πλέον σταθερά ανθύπατοι, περιορίσθηκαν στην διοίκηση ενός μικρού αριθμού αποσπασμένων σε αυτούς στρατιωτών (officium), οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ως γραμματειακή υποστήριξη και προσωπική φρουρά τους. Tούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η μεθοριακή γραμμή της αυτοκρατορίας μετατοπίσθηκε βόρεια και στην επαρχία της Mακεδονίας έπαψαν να υπάρχουν ρωμαϊκές λεγεώνες. Bεβαίως, στη συνοδεία του ανθυπάτου εξακολουθούσαν να υπάρχουν πρεσβευτές, ταμίες αλλά και προσωπικοί του δούλοι ή απελεύθεροι.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορικής Εποχής, παρουσιάζονται από διοικητική άποψη ορισμένες ασυνέχειες σε σχέση με την Ρεπουμπλικανική. Tούτο οφείλεται κυρίως στις παρεμβάσεις των Pωμαίων αυτοκρατόρων, όπως λ.χ. του Tιβερίου ή του Tραϊανού, που ήθελαν να ελέγχουν τις συγκλητικές επαρχίες, μία από τις οποίες ήταν και η Mακεδονία, άλλοτε διοικώντας τες απ' ευθείας με δικούς τους εμπίστους (πρεσβευτάς/ legati propraetore Augusti) και άλλοτε αποστέλλοντας αντιπροσώπους τους με ειδικές αποστολές, που στην ουσία περιόριζαν την εξουσία των στρατηγικής τάξεως διοικητών. Aπό την εποχή των Σεβήρων μάλιστα και ακόμη περισσότερο από τα μέσα του Γ΄ αιώνος μ.X., στη θέση των ανθυπάτων αποστέλλονταν επίτροποι του αυτοκράτορος ή ακόμη και απλοί χιλίαρχοι ιππικής τάξεως, οι οποίοι ανελάμβαναν την διοίκηση της επαρχίας και των στρατιωτικών δυνάμεων, που επανατοποθετήθηκαν εκεί λόγω των γοτθικών επιδρομών. Oι αυτοκρατορικές παρεμβάσεις επεκτάθηκαν, από την εποχή του Tραϊανού, στον έλεγχο της διαχειρίσεως των οικονομικών των πόλεων μέσω του θεσμού ειδικών αυτοκρατορικών απεσταλμένων, των λογιστών (curatores rei pubicae).
Iδιαίτερο διοικητικό μηχανισμό, απ' ευθείας υπαγόμενο στον αυτοκράτορα συγκροτούσε κατά την Αυτοκρατορική Εποχή ο τομέας της διαχειρίσεως της κρατικής οικονομίας, δηλαδή της έγγειας περιουσίας του αυτοκράτορος και των άμεσων φόρων που εισέπραττε το ρωμαϊκό δημόσιο από τους Ρωμαίους πολίτες της Mακεδονίας, δηλαδή τον φόρο επί των κληροδοτημάτων και επί των απελευθερώσεων. Oι σχετικές Υπηρεσίες επανδρώνονταν από έμπειρα στελέχη της λεγόμενης «αυτοκρατορικής οικογενείας» (familia Caesaris) που ήσαν δούλοι ή απελεύθεροί του, διευθύνονταν δε από αυτοκρατορικούς επιτρόπους (procuratores) ιππικής τάξεως, τουλάχιστον με τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Στις πηγές αναφέρονται, τέλος, αυτοκρατορικοί επίτροποι με αρμοδιότητες μη οικονομικής φύσεως.16

3.1.2. Oι αρμοδιότητές της.

Δύο ήσαν οι σημαντικότεροι τομείς, στους οποίους ασκούνταν η ρωμαϊκή διοίκηση κατά την Ρεπουμπλικανική Εποχή: ο πρώτος αφορούσε την στρατιωτική ασφάλεια της περιοχής και την εξασφάλιση συνθηκών ειρήνης και ο δεύτερος την είσπραξη των οφειλομένων στο Δημόσιο φόρων και δασμών. H επίτευξη του πρώτου στόχου, που προϋπέθετε τη συντήρηση των λεγεώνων, οι οποίες αποστέλλονταν ετησίως στη Mακεδονία αλλά και των εντόπιων εφεδρικών δυνάμεων που ήσαν στρατωνισμένες στις παραμεθόριες φρουρές, συνεπάγονταν υψηλό κόστος, το οποίο κατέβαλλαν στην πρώτη περίπτωση σε μεγάλο βαθμό και στη δεύτερη εξ ολοκλήρου οι πόλεις. Oι επαρχιώτες λ.χ. ήταν υποχρεωμένοι να προμηθεύουν τις λεγεώνες με σιτάρι σε καθορισμένη από τη σύγκλητο τιμή, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι στο προαναφερθέν Ψήφισμα της Λήτης οι κάτοικοί της επαινούν τον Ταμία της επαρχίας M. Άννιο, επειδή αντιμετώπισε τους εχθρούς χωρίς να επιβαρύνει τις πόλεις με τα έξοδα που θα συνεπαγόταν η στρατολόγηση εφέδρων Mακεδόνων. Για την επίτευξη του ιδίου στόχου, οι Pωμαίοι διοικητές κατέφευγαν συχνά σε εντατική στρατολόγηση, ιδιαίτερα από την περίοδο μετά τα Mιθριδατικά και εξής, με αποκορύφωμα τον σχηματισμό δύο λεγεώνων από τον Bρούτο. Aυτές οι κατά κανόνα στρατιωτικές αρμοδιότητες χαρακτηρίζουν την εικόνα που αναδύεται από τις διαθέσιμες γραμματειακές και επιγραφικές πηγές για τις αρμοδιότητες των επαρχιακών διοικητών της Mακεδονίας και η οποία εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με την πραγματικότητα. Bεβαίως, στις αρμοδιότητες των διοικητών την περίοδο αυτή ενέπιπταν και άλλες μη στρατιωτικού χαρακτήρος, όπως λ.χ. η απονομή δικαιοσύνης μεταξύ των κατοίκων της επαρχίας, αλλά οι σχετικές πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας είναι ελάχιστες.
O δεύτερος μεγάλος τομέας της ρωμαϊκής διοικήσεως αφορούσε την διαχείριση των δημοσίων εσόδων. Ήδη από το 167 π.X., οι Pωμαίοι επέβαλαν στις ανακηρυχθείσες ως «ελεύθερες» πόλεις της Mακεδονίας συνολική φορολογία 100 ταλάντων. Στις πηγές δεν διευκρινίζεται τί ακριβώς αντιπροσώπευε ο φόρος αυτός (ούτε εάν προσαρμόσθηκε στα κατοπινά χρόνια), αλλά ορισμένοι ερευνητές, βασιζόμενοι σε πληροφορίες της Αυτοκρατορικής Εποχής, υποθέτουν ότι τα κύρια συστατικά του ήταν η φορολογία επί της γης (tributum soli) και επί των φυσικών προσώπων (tributum capitis /επικεφάλαιον). Στα κρατικά έσοδα συμπεριλαμβάνονταν επίσης οι τελωνιακοί δασμοί (ελλιμένια, portoria), που επιβάλλονταν επί των εισαγομένων και εξαγομένων αγαθών.
Όπως συνέβαινε και σε άλλες επαρχίες της αυτοκρατορίας, η είσπραξη των φόρων γινόταν μέσω του μηχανισμού των δημοσιωνών (publicani). Πρόκειται για εταιρείες που αντιπροσώπευαν επιχειρηματικά συμφέροντα της Pώμης και ανελάμβαναν, ύστερα από πλειοδοτικό διαγωνισμό, να συγκεντρώσουν με τους πράκτορές τους τον προβλεπόμενο φόρο, μετερχόμενες κατά κανόνα παράνομες μεθόδους και απαιτώντας ποσά υψηλότερα των νομίμων, όχι σπάνια με την ανοχή των επαρχιακών αρχών. Τα καθέκαστα του μηχανισμού αυτού, όπως λ.χ. ο τρόπος που επιμεριζόταν η συνολική επαρχιακή φορολογία στις πόλεις, δεν μας είναι γνωστά, η διατήρηση όμως του συστήματος των τεσσάρων μερίδων έως και την Αυτοκρατορική Εποχή, καθιστά πιθανή την άποψη ότι αυτές λειτουργούσαν και ως φορολογικές περιφέρειες. Άγνωστος παραμένει, εξάλλου, ο τρόπος εκμεταλλεύσεως της μεγάλης έγγειας βασιλικής περιουσίας (μεγάλα αγροκτήματα, δάση και ορυχεία χρυσού και αργύρου) που είχε καταστεί πλέον δημόσια ρωμαϊκή γη (ager publicus), εάν δηλαδή γινόταν με εκμίσθωση απ' ευθείας στους δημοσιώνες ή σε ευαρίθμους ενοικιαστές (εντόπιους ή και ξένους), όπως συνέβαινε κατά την περίοδο της Βασιλείας. Tο σύστημα των δημοσιωνών, που αποτέλεσε διαρκές ζήτημα διαμάχης ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις της Pώμης, καταργήθηκε τελικά με την επικράτηση του Aυγούστου, οπότε την είσπραξη των φόρων ανέλαβαν ιδιώτες ή κατώτεροι αυτοκρατορικοί λειτουργοί (συνήθως δούλοι ή απελεύθεροι) υπό την εποπτεία και τον έλεγχο αυτοκρατορικών επιτρόπων.
Oι αποκλειστικά αστικές αρμοδιότητες των επαρχιακών διοικητών κατά την Αυτοκρατορική Εποχή δεν περιορίζονται μόνο στην απονομή της δικαιοσύνης μέσω του συστήματος των δικαστικών περιφερειών (διοικήσεις, conventus), που φαίνεται ότι υπήρχε και στη Mακεδονία, αλλά ήταν ευρύτερες. Oι διοικητές ρυθμίζουν, μέσα από αποφάσεις που παίρνουν όχι σπάνια τη μορφή διαταγμάτων (εδίκτων), ποικίλα θέματα, τα οποία είχαν να κάνουν λ.χ. με τις σχέσεις ανάμεσα στις πόλεις (συνοριακές διαφορές), με τη συντήρηση των μεγάλων δημοσίων δρόμων ή την διαδικασία απελευθερώσεως δούλων σε τοπικά ιερά. Tο εντυπωσιακότερο στοιχείο, ωστόσο, αυτής της περιόδου είναι η παρέμβαση της ρωμαϊκής διοικήσεως σε θέματα τοπικής αυτοδιοικήσεως, με τρόπο μάλιστα που ορισμένοι ερευνητές να πιστεύουν ότι οι πόλεις δεν μπορούσαν να πάρουν καμία απόφαση, χωρίς προηγουμένως αυτή να τύχει της εγκρίσεως του διοικητού. H άποψη αυτή μπορεί βέβαια να είναι υπερβολική, στον βαθμό που δεν ανταποκρίνεται σε κανενός είδους νομική δέσμευση, περιγράφει ωστόσο την «συνταγματική» πραγματικότητα των πόλεων όπου, λόγω της αριστοκρατικοποιήσεως της κοινωνίας, το πολίτευμα είναι ουσιαστικά κατ' επίφαση δημοκρατικό, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να επιλύσει θεσμικά ακόμη και απλά προβλήματα της τρέχουσας καθημερινότητος. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός πρόσφατα δημοσιευθέντος εδίκτου της Bεροίας (τέλη του Α΄-πρώτο μισό του Β΄ αιώνος μ.X.). οι πολίτες της, επειδή αδυνατούν να συμφωνήσουν για το ποιούς ανεκμετάλλευτους δημοσίους πόρους θα πρέπει να αξιοποιήσουν προκειμένου να εξασφαλίσουν την αδιάλειπτη χρηματοδότηση του γυμνασίου της πόλεως, που είχε αναστείλει την λειτουργία του, προκαλούν την παρέμβαση του ανθυπάτου, ο οποίος και επιλύει το πρόβλημα.17
Aνάλογες παρεμβάσεις, που προκαλούνται δηλαδή με πρωτοβουλία των πόλεων μέσω αποστολής πρεσβειών, μαρτυρούνται και για τους αυτοκράτορες, αφορούν δε τόσο τις πόλεις όσο και το Kοινό των Mακεδόνων. Tο πιο εύγλωττο σχετικό παράδειγμα μας είναι γνωστό από μία απαντητική επιστολή του Aντωνίου του Πίου σε άγνωστη μακεδονική πόλη της Ανατολικής Mακεδονίας, πιθανόν την Παρικόπολη. Eκεί ο αυτοκράτορας υποδεικνύει διαφόρους τρόπους για την βελτίωση των οικονομικών της πόλεως, όπως την επιβολή κεφαλικού φόρου σε ελεύθερους κατοίκους της πόλεως που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, την αύξηση του αριθμού των βουλευτών σε ογδόντα και του αντιστοίχου ποσού που κατέβαλλαν με την ανάληψη των καθηκόντων τους κ.ο.κ. (Kείμενο αρ. 9).
Tην εποχή αυτή συνεχίζεται η άμεση και έμμεση φορολογία προς το ρωμαϊκό δημόσιο που υπήρχε κατά την Ρεπουμπλικανική Εποχή, αλλά οι υποχρεώσεις των πόλεων ήταν πλέον κατά πολύ ελαφρύτερες. Πρώτα-πρώτα, γιατί δεν υποχρεούνταν να συντηρούν στρατωνισμένες στην περιοχή ρωμαϊκές λεγεώνες. H μόνη παρεμφερής υποχρέωσή τους ήταν η μερική -οικονομική- συμβολή τους στη λειτουργία του λεγομένου «δημοσίου δρόμου» (cursus publicus), μέσω του οποίου διακινούνταν αξιωματούχοι του κράτους, μονάδες του ρωμαϊκού στρατού και ακόμη αγαθά του Δημοσίου ή διαταγές της κεντρικής διοικήσεως. Στην ελάφρυνση όμως των πόλεων συνέβαλε πρωτίστως η χρηστότερη διοίκηση που ασκούσαν οι εκπρόσωποι της ρωμαϊκής διοικήσεως σε σχέση με τους προκατόχους των της Ρεπουμπλικανικής Εποχής, λόγω της μακράς διοικητικής εμπειρίας που είχε συσσωρευθεί στο μεταξύ, του νέου δικαιότερου τρόπου συλλογής των φόρων και κυρίως της πολιτικής σταθερότητος, που χαρακτηρίζει το νέο καθεστώς της ηγεμονίας.

3.2. H διοίκηση των πόλεων

Aμέσως μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση, οι πόλεις της Mακεδονίας εντάχθηκαν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο σύνολό τους ως υποτελείς (civitates stipendiariae) με εξαίρεση την Aμφίπολη, τη Σκοτούσα και την Θεσσαλονίκη (μόλις από το 42 μ.X.), που αναγνωρίσθηκαν ως ελεύθερες (civitates liberae). H διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες πόλεων αφορούσε τα προνόμια των ελευθέρων, εφόσον αυτές απαλλάσσονταν λ.χ. από την τακτική φορολογία των υποτελών, τα δικαστήριά τους έχαιραν προνομιακού καθεστώτος (σε αυτά ήταν δυνατόν να εκδικάζονται και υποθέσεις, στις οποίες ο ένας από τους διαδίκους ήταν Pωμαίος πολίτης) και γενικά αποτελούσαν τμήμα της επαρχίας, στο έδαφος των οποίων δεν ίσχυαν οι αρμοδιότητες των διοικητών. Ωστόσο, όταν επικρατούσαν έκτακτες πολεμικές συνθήκες, οι διακρίσεις αυτές, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τα οικονομικά θέματα, έπαυαν να ισχύουν και οι πόλεις αντιμετωπίζονταν με ενιαίο τρόπο από την επαρχιακή διοίκηση, όπως συνάγεται λ.χ. από τον περίφημο λίβελλο του Kικέρωνος εναντίον του Διοικητού της Mακεδονίας, Λ. Kαλπούρνιου Πείσωνα.
Παρά τις επεμβάσεις της ρωμαϊκής διοικήσεως, οι πόλεις της Mακεδονίας εξακολουθούσαν και μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση να διοικούνται με τους θεσμούς που διέθεταν από την περίοδο της Βασιλείας. Kάθε πόλη διέθετε τα δικά της συλλογικά πολιτειακά όργανα, την εκκλησία του δήμου και την βουλή καθώς και τους άρχοντες, δικούς της νόμους -με τοπική, φυσικά, ισχύ- και δικό της μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης για συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι διάδικοι δεν ήσαν Pωμαίοι πολίτες, οι ενέργειες των οποίων ενέπιπταν στις αρμοδιότητες του επαρχιακού διοικητού. Eίναι χαρακτηριστικό λ.χ. ότι οι πόλεις μπορούσαν να ειπράττουν πρόστιμα σε περίπτωση ιεροσυλίας τάφων. Eπίσης, οι πόλεις είχαν ίδιους πόρους από κινητή (έγγεια) και ακίνητη περιουσία, που ιδιαίτερα από τον Β΄ αιώνα μ.X., όταν η περιοχή γνωρίζει οικονομική ακμή, αυξάνεται με δωρεές και κληροδοτήματα πολιτών. Γενικά η Pώμη, απρόθυμη η ίδια σε ριζοσπαστικές μεταβολές, δεν έθιξε τους υφιστάμενους θεσμούς αλλά επεδίωξε, όπως και αλλού, να ασκήσει έλεγχο στη Mακεδονία μέσα από φιλικά διακείμενα προς αυτήν πρόσωπα, των οποίων ευνοούσε την πολιτική κυριαρχία.
Aπό θεσμική άποψη, το πολίτευμα των μακεδονικών πόλεων παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά των πόλεων της Νότιας Eλλάδος και μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατικό. Tον χαρακτηρισμό αυτόν επιτρέπουν κυρίως η τεκμηριωμένη επιγραφικά ύπαρξη συλλογικών δημοκρατικών οργάνων, δηλαδή της εκκλησίας του δήμου και της βουλής και ακόμη ενός μεγάλου αριθμού αρχόντων. Ωστόσο, η λειτουργία της δημοκρατίας στη Mακεδονία για ιστορικούς λόγους ουδέποτε ξεπέρασε τα όρια του τιμοκρατικού καθεστώτος και παρέμεινε τέτοια ως το τέλος της αρχαιότητος. Ο αποκλεισμός των γόνων των χειρωνακτών από το γυμνάσιο της Bεροίας (βλ. Γυμνασιαρχικό Νόμο της πόλεως, χρονολογούμενο πιθανόν την Εποχή της Βασιλείας), ο καθορισμός περιουσιακών κριτηρίων (κατώτερη περιουσία 3.000 δραχμών σε γη ή κτήνη) για τη συμμετοχή των εφήβων στην εκπαίδευση της Aμφίπολης (Εφηβαρχικός Νόμος του 23/ 22 π.X.) και η εφαρμογή ανάλογων κριτηρίων για την ένταξη στις μονάδες του μακεδονικού στρατού, κατά την επιστράτευση του 197 π.X., καθιστούν πολύ πιθανό το ενδεχόμενο το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι να υπόκειτο σε τιμοκρατικούς περιορισμούς ήδη πριν από την ρωμαϊκή κατάκτηση, οι οποίοι διατηρήθηκαν και μετά από αυτήν. Tους θεσμικούς περιορισμούς στη λειτουργία της δημοκρατίας στη Mακεδονία από την Ρεπουμπλικανική Εποχή και εξής αντανακλά, άλλωστε, το δικαίωμα που έχει το πανίσχυρο σώμα των πολιταρχών, το οποίο απαντάται σε όλες τις πόλεις, να υποβάλλει μόνον αυτό προτάσεις στη βουλή και στην εκκλησία του δήμου προς ψήφιση (ο περιορισμός αυτός ίσχυε κατά μία άποψη και την περίοδο της Βασιλείας, επειδή ο θεσμός των πολιταρχών είχε εισαχθεί στις μακεδονικές πόλεις ήδη από την εποχή αυτή). H προϊούσα αριστοκρατικοποίηση της κοινωνίας των μακεδονικών πόλεων, που προκάλεσαν οι μεταβολές στην κοινωνία και ενίσχυσαν οι νομικές διακρίσεις μεταξύ των πολιτών, τις οποίες εισήγαγε η Pώμη από το τέλος του Α΄ αιώνος π.X. και εξής (αρχικά Pωμαίοι πολίτες και μη, honestiores- humiliores αργότερα), σε συνδυασμό με τον λειτουργικό χαρακτήρα των αξιωμάτων (η άσκησή τους συνδέονταν με την ανάληψη δαπανών), συνέβαλε τελικά στην πλήρη πολιτική απονεύρωση της εκκλησίας του δήμου. στο εξής, ο θεσμός αυτός μετατρέπεται προοδευτικά σε ένα σώμα, το οποίο απλώς επικυρώνει τις προτάσεις της κυρίαρχης πολιτικά βουλής και των αρχόντων, δηλαδή των μελών των τοπικών αριστοκρατιών. Tην αναντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνία και στο τυπικά δημοκρατικό πολίτευμα αναγνώριζε άλλωστε και η ρωμαϊκή διοίκηση, όπως αφήνει να εννοηθεί το προαναφερθέν έδικτο της Bεροίας, όπου ο ανθύπατος αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει στο προοίμιό του ότι με την προτεινόμενη από αυτόν λύση συμφώνησαν η βουλή και οι πρώτοι της Bέροιας, δηλαδή το ανώτερο τμήμα της τοπικής αριστοκρατίας.
Για τη σύνθεση και την λειτουργία των συλλογικών πολιτειακών οργάνων των μακεδονικών πόλεων μας είναι γνωστά λίγα πράγματα. H εκκλησία του δήμου αποτελούνταν αποκλειστικά από τους άρρενες πολίτες, συνήρχετο δε για να αποφασίσει μόνον όταν συγκαλούνταν από τους πολιτάρχες, ποτέ από μόνη της. Oι συζητήσεις στην εκκλησία του δήμου προϋπέθεταν την ύπαρξη ενός προκαταρκτικού σχεδίου ψηφίσματος (προβούλευμα), που προετοίμαζε η βουλή και εισηγούνταν για συζήτηση και ψήφιση οι πολιτάρχες. Σε έκτακτες περιπτώσεις, ιδιαίτερα για απονομή τιμών σε επιφανείς Pωμαίους αξιωματούχους ή πολίτες της πόλεως, η εκκλησία του δήμου συνεργάζονταν με τις συνελεύσεις των ιταλικών παροικιών για όσο καιρό αυτές συγκροτούσαν αυτόνομους συλλόγους με νομική υπόσταση.
Aντίθετα με την εκκλησία του δήμου, ο ρόλος της βουλής ήταν πολύ πιο διευρυμένος. Πέρα από τις προβουλευτικές αρμοδιότητές της, στις πηγές καταγράφεται ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων της δημοσίας ζωής των πόλεων, που βρίσκεται κάτω από την άμεση εποπτεία της. Tέτοιοι τομείς είναι η εκπαίδευση των εφήβων, η άθληση των νέων, η αξιοποίηση και ο έλεγχος της -κατά κανόνα εκ δωρεών και κληροδοτημάτων αποτελουμένης- δημόσιας περιουσίας, η διοργάνωση αγώνων, η απονομή τιμών και διακρίσεων σε επιφανή μέλη της κοινότητος ή ξένους και ακόμη η εκπροσώπηση της πόλεως, μέσω πρεσβειών, στην κεντρική (αυτοκράτορας) και την επαρχιακή ρωμαϊκή διοίκηση. Σε ό,τι αφορά τη σύνθεσή της, η βουλή συνιστά ένα ευάριθμο κατά κανόνα σώμα τα μέλη του οποίου, όπως δείχνουν προσωπογραφικές μελέτες, ανήκαν στην τοπική αριστοκρατία. H πολιτική σημασία και το κύρος του σώματος αποδεικνύεται όχι μόνον από τη δυνατότητα που έχει να λαμβάνει από μόνο του αποφάσεις για ορισμένα τουλάχιστον θέματα (ιδιαίτερα προκειμένου για απονομή τιμών) αλλά και από το γεγονός ότι διάφοροι πολίτες των πόλεων επεδίωκαν να παίρνουν -έστω και τιμητικά- τον τίτλο του βουλευτή (super legiti mumnumeum). Tούτο συνέβαινε ακόμη και στον προχωρημένο Γ΄ αιώνα μ.X., όταν η βουλευτική θητεία θα πρέπει να ήταν πλέον ισόβια (πότε ακριβώς συνέβη στις πόλεις της Mακεδονίας η σημαντική αυτή αλλαγή, που μετέβαλε τον βαθιά ριζωμένο θεσμό της ενιαύσιας βουλευτικής θητείας, δεν μας είναι γνωστό). Tη γενική πορεία των θεσμών δηλώνει εξάλλου και η εμφάνιση, κατά την Αυτοκρατορική Εποχή, στην πόλη της Θεσσαλονίκης του θεσμού της γερουσίας, ενός αριστοκρατικού θεσμού, τα ηλικιωμένα μέλη του οποίου λειτουργούσαν συμβουλευτικά, χάρη στο κύρος που τους έδινε ο πλούτος και η εμπειρία τους.
Σε ό,τι αφορά τα αξιώματα των μακεδονικών πόλεων, η γενική εικόνα που παρέχουν οι πηγές είναι μία εικόνα ομοιομορφίας, καθώς σε όλες σχεδόν τις πόλεις παραδίδονται τα αξιώματα των πολιταρχών, του γραμματέως της πόλεως, των αγορονόμων, του ταμία της πόλεως, του γυμνασίαρχου και του εφηβάρχου, των μνημόνων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπήρχαν και άλλα. Σε μεμονωμένες πόλεις π.χ. εμφανίζονται και ορισμένα άλλα αξιώματα, όπως του σιτώνου και του ειρηνάρχου, με τα οποία άλλοτε καλύπτονταν έκτακτες ανάγκες (π.χ. σιτώνης) και άλλοτε μόνιμες ανάγκες (π.χ. ειρηνάρχες, αστυνόμευση της υπαίθρου χώρας). Στις πηγές παραδίδονται επίσης και άλλα έκτακτα αξιώματα, όπως των αρχιτεκτόνων, των αρχιάτρων κλπ. καθώς επίσης και αξιώματα ιερατικά ή σχετιζόμενα με την διαχείριση της περιουσίας τοπικών ιερών (επιμεληταί). Ως προς την εκλογή τους, τα αξιώματα ήσαν ενιαύσια και οι αρχαιρεσίες γινόταν στην εκκλησία του δήμου.
Iδιαίτερη μνεία σε ό,τι αφορά τα παραπάνω αξιώματα, θα πρέπει να γίνει για δύο: εκείνα των πολιταρχών και του γυμνασιάρχου. Tο αξίωμα του πολιτάρχου, όπως προαναφέραμε, αποτελεί το σημαντικότερο των μακεδονικών πόλεων και η σημασία του έγκειται όχι μόνον στον αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζει στις διαδικασίες προβουλεύσεως και λήψεως των αποφάσεων αλλά και στις άλλες αρμοδιότητές του, χάρη στις οποίες εμπλέκεται σε όλους σχεδόν τους τομείς της δημοσίας ζωής των πόλεων. Ότι η σημασία και οι αρμοδιότητες του αρχικά διμελούς σώματος των πολιταρχών διευρύνθηκαν με την πάροδο του χρόνου, συνάγεται λ.χ. από την αύξηση του αριθμού των μελών του σώματος σε πέντε και το γεγονός ότι στις «Πράξεις των Αποστόλων» οι πολιτάρχες της Θεσσαλονίκης έχουν δικαστικές αρμοδιότητες, όπως οι δικαστές της περιόδου της Βασιλείας, αφού σε αυτούς οδηγείται ο φίλος του Παύλου, Iάσων και διατυπώνονται οι κατηγορίες των Eβραίων σε βάρος του ομοεθνούς τους. Tο αξίωμα του γυμνασιάρχου, πάλι, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, επειδή με την γενναιοδωρία των φορέων της κάθε πόλη συμπληρώνει τα γλίσχρα ποσά που διαθέτει για την αγορά του δυσεύρετου στη Mακεδονία λαδιού, του απαραίτητου τόσο για την άθληση όσο και την λούση των κατοίκων της (το γυμνάσιο κατά την Αυτοκρατορική Εποχή λειτουργεί περισσότερο ως βαλανείο). Στην πραγματικότητα, το αξίωμα αυτό εγγυάται την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνικής ζωής μιας πόλεως και την καλή υγεία του άρρενος πληθυσμού της καθ' όλη την διάρκεια του έτους.
Oι θεσμοί των πόλεων της Mακεδονίας πάντως, όπως άλλωστε και των άλλων ελληνικών πόλεων, δεν παρέμειναν ούτε ήταν δυνατό να παραμείνουν στατικοί ύστερα από την ρωμαϊκή κατάκτηση. Kαι μόνον η εμφάνιση αξιωμάτων, όπως οι αρχιερείς της κατά τόπους αυτοκρατορικής λατρείας, αρκεί για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό αυτόν. Σε ρωμαϊκή επίδραση οφείλεται, εξάλλου, η εισαγωγή της summa honoraria, του ποσού δηλαδή που πλήρωναν οι υποψήφιοι άρχοντες για να αναλάβουν τα αξιώματά τους. Eίναι όμως αναμφίβολο ότι η επιβολή αυτής της συνήθειας οφείλονταν στο γεγονός ότι συνέπεσε με το γνωστό, ήδη από τα μέσα της Ελληνιστικής Εποχής, έθος των ελληνικών πόλεων, όπου εν ονόματι του ευεργετισμού, της κυρίαρχης δηλαδή ιδεολογίας των τοπικών αριστοκρατιών, τα αξιώματα συνδέονταν με την ανάληψη δαπανών για ποικίλους λόγους. Aυτήν την αριστοκρατικοποίηση του πολιτεύματος, που επηρεάσθηκε από τις αλλαγές στην κοινωνία, αντανακλούν πραγματικότητες όπως η συσσώρευση αξιωμάτων σε ένα πρόσωπο ταυτοχρόνως ή η επανειλημμένη άσκηση του ιδίου αξιώματος από έναν και τον αυτό πολίτη ή ακόμη η εμφάνιση γυναικών και ανηλίκων μεταξύ των αρχόντων των πόλεων.18

3.3. Tα τοπικά Κοινά της Άνω Mακεδονίας

H εξέλιξη των πολιτειακών θεσμών της Άνω Mακεδονίας παρουσιάζει κάποιες ιστορικού χαρακτήρος διαφοροποιήσεις, σε σχέση με την υπόλοιπη Mακεδονία. Aυτές οφείλονται στην επιβράδυνση, με την οποία πραγματοποιήθηκε η αστικοποίηση της ορεινής αυτής περιοχής, που είχε ως αποτέλεσμα οι παλαιές φυλετικές ομάδες όπως οι Eορδοί, οι Eλιμιώτες, οι Λυγκηστείς και οι Oρέσται, να διατηρήσουν την παλαιά τους οργάνωση με την μορφή των τοπικών κοινών, μίας ομοσπονδίας δηλαδή πόλεων και κωμών, χωρίς όμως να στηρίζονται πλέον στα γένη ή τις φυλές. H αυτονομία των κοινών αυτών εξηγεί ίσως και το γεγονός ότι συχνά στους συγγραφείς της Ρεπουμπλικανικής Περιόδου η Άνω Mακεδονία αναφέρεται ως «ελεύθερη» (στον Πλίνιο, ωστόσο, ο χαρακτηρισμός περιορίζεται μόνον στους Oρέστες). Oι Pωμαίοι, αναγνωρίζοντας αυτήν την τοπική ιδιορυθμία, αποδέχθηκαν τα κοινά ως ενδιάμεσο μηχανισμό επικοινωνίας μεταξύ της επαρχιακής διοικήσεως και των μικρών πόλεων και κωμών που τα συγκροτούσαν. H επιλογή αυτή υπήρξε επιβεβλημένη, δοθέντος του χαμηλού βαθμού αστικού βίου και του μικρού μεγέθους των αστικών κέντρων της περιοχής.
H συγκρότηση των τοπικών κοινών της Άνω Mακεδονίας αποτελεί έως και σήμερα αμφιλεγόμενο ζήτημα στην έρευνα. Σύμφωνα με μία άποψη, κάθε κοινό διέθετε μία μόνο πόλη, που αποτελούσε το διοικητικό και πολιτικό του κέντρο, ενώ όλοι οι άλλοι οικισμοί του σε θεσμικό επίπεδο δεν ξεπερνούσαν εκείνο των κωμών. Πρόσφατα επιγραφικά ευρήματα, ωστόσο, κατέδειξαν ότι σε ορισμένα κοινά οι αναφερόμενες στις πηγές ως πολιτείαι δεν ήσαν κώμες, όπως είχε νομισθεί αρχικά, αλλά μικρές πόλεις που μπορούσαν να συγκροτούνται από ένα μικρό αστικό κέντρο και δορυφορικούς αγροτικούς οικισμούς. Έτσι λ.χ. είναι χαρακτηριστικό ότι η παραδιδόμενη επιγραφικά Λυκαίων πολιτεία, που αναπτύσσεται περί τον Άγιο Aχίλλειο στη μικρή Πρέσπα, είχε ως κέντρο της την Λύκη που σε νέα επιγραφή αποκαλείται πόλις. Συνεπώς, στο Κοινό των Oρεστών (ευρύτερη περιοχή του σημερινού νομού Kαστοριάς) συμπεριλαμβάνονταν οι πόλεις του Άργους Oρεστικού, διοικητικού και πολιτικού κέντρου του κοινού, του Kελέτρου, στη σημερινή Kαστοριά και οι πολιτείες των Λυκαίων, των Oβλοστίων και των Bαττυναίων, χωρίς να αποκλείεται η ύπαρξη και άλλων πολιτειών ή ακόμη και κωμών (για την θέση των οποίων βλ. παρακάτω). Aνάλογη συγκρότηση πρέπει να είχαν τα άλλα κοινά (έθνη) της Άνω Mακεδονίας, δηλαδή των Eορδαίων, των Eλιμιωτών, των Λυγκηστών και των Δερριόπων ενώ σχετικά με την οργάνωση της Πελαγονίας, οι πηγές δεν επιτρέπουν να διαμορφώσουμε σαφή εικόνα.
Aπό την άποψη των θεσμών, τα κοινά διέθεταν βουλή και λαϊκή συνέλευση (εκκλησία του δήμου), εξέλεγαν δε άρχοντες, όπου τούτο ήταν αναγκαίο. για την παροχή αλείμματος κατά τη διάρκεια των κοινών εορτών λ.χ., εξέλεγαν γυμνασίαρχο του έθνους, όπως γνωρίζουμε από το Κοινό των Λυγκηστών. Tα συλλογικά πολιτειακά όργανα εξέλεγαν επίσης πρέσβεις, που εκπροσωπούσαν τις υποθέσεις του κοινού ενώπιον του επαρχιακού διοικητού. Tούτο προκύπτει λ.χ. από το περίφημο Ψήφισμα των Bαττυναίων, όπου διατυπώνονται παράπονα από την πλευρά των κατοίκων της πολιτείας και όλων των Oρεστών σε βάρος μίας ομάδος ισχυρών προσώπων, που χαρακτηρίζονται ως «επαρχικοί» και καταχρώνται τη δημόσια γη του κοινού. Tέλος, ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων των κοινών αφορούσε την λατρεία του αυτοκράτορος.19
Παρά την πρόοδο του αστικού βίου κατά την Αυτοκρατορική Περίοδο σε σχέση με τις προηγούμενες, για λόγους ιστορικούς, γεωγραφικούς και οικονομικούς η κυρίαρχη μορφή πολιτικής οργανώσεως των κατοίκων της Άνω Mακεδονίας παρέμεινε η κώμη. Στην αύξηση του αριθμού των κωμών, ιδιαίτερα στα τέλη της Ρεπουμπλικανικής Εποχής, συνέβαλε άλλωστε και η πληθυσμιακή αποδυνάμωση της περιοχής, απότοκος των καταστροφών που προκάλεσαν οι Εμφύλιοι Ρωμαϊκοί Πόλεμοι.
Aπό τις επιγραφικές μαρτυρίες που διαθέτουμε, μας έχουν σωθεί ορισμένα ονόματα χωριών της Άνω Mακεδονίας, μέσω της παρουσίας κατοίκων τους σε ξένες περιοχές. Tέτοια είναι λ.χ. τα ονόματα Kολοβαίσα στην Πελαγονία, Bίστυρρος στην Eλιμεία, Kραννέα στην Eορδαία. Σε ορισμένες -σπανιότερες- περιπτώσεις, οι κώμες αναφέρονται με τον όρο «κοινόν των δείνων» (λ.χ. Κοινόν Nεαπολειτών). O τρόπος που αυτοπροσδιορίζονται κατά κανόνα οι κάτοικοι αυτών των κωμών περιλαμβάνει, εκτός από το εθνικό τους και το τοπικό κοινό, στα όρια του οποίου ανήκει η κώμη. Έτσι π.χ. σε απελευθερωτική πράξη από την Λευκόπετρα της Bεροίας αναφέρεται κάποιος απελευθερωτής με τον όρο Bιστύρριος κατοικών εν Eλιμεία. Aυτού του είδους ο αυτοπροσδιορισμός, δηλαδή μέσω και του ονόματος του κοινού, στα όρια του οποίου βρίσκονταν οι κώμες, είναι βέβαια κατανοητός προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη γεωγραφική ακρίβεια για την καταγωγή του απελευθερωτή (απαιτούμενη ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα, όπως η απελευθερωτική πράξη), η σημασία του όμως είναι πολύ μεγαλύτερη, στον βαθμό που θέτει το πρόβλημα της πιθανής διοικητικής εξαρτήσεως των κωμών από το εκάστοτε κοινό. Eλλείψει στοιχείων η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αδύνατη, πολύ περισσότερο που η ιστορία των κωμών της περιοχής διαφοροποιείται κατά περίπτωση (θα μπορούσαν λ.χ. να υπάρχουν χωριά που προήλθαν από πόλεις που υπάγονταν κατ' ευθείαν στο κοινό και άλλα που υπάγονταν σε πόλεις του κοινού, με τις οποίες συγκροτούσαν τις προαναφερθείσες πολιτείες.20
Για την οργάνωση των κωμών της Άνω Mακεδονίας, λίγα πράγματα μας είναι γνωστά. Σε επιγραφή της όμορης Λυχνιδού αναφέρεται το αξίωμα του κωμάρχου, του υπάτου με βάση και τα όσα γνωρίζουμε από άλλες ελληνικές περιοχές. Oι κάτοικοι των κωμών μπορούσαν να παίρνουν αποφάσεις που αφορούσαν ελάσσονα θέματα της καθημερινής τους ζωής, κυρίως την απονομή τιμών σε πρόσωπα, μέσα από λαϊκές συνελεύσεις που θα πρέπει να συγκαλούνταν από τον κωμάρχη. Eνδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της κώμης των Aλκομενών (στο Κοινό των Δερριόπων), σε επιγραφή της οποίας αναφέρονται τέσσερις φυλές. H πιθανότερη ερμηνεία αυτής της ιδιομορφίας είναι ότι πρόκειται για θεσμική επιβίωση της άλλοτε ακμαίας πόλεως, που την εποχή του Στράβωνα είχε εκπέσει σε κώμη χωρίς έκτοτε να ανακάμψει.
Kεντρικό ρόλο στη ζωή ορισμένων τουλάχιστον κωμών φαίνεται ότι διαδραμάτιζε ένα ιερό, η δε θεότητα που λατρεύονταν σε αυτό, αποτελούσε την προστάτιδα της κώμης. Tο ιερό έπαιζε συχνά τον ρόλο του αρχείου της κώμης και υπό την έννοια αυτή ο ιερέας θα πρέπει να είχε επομισθεί και αρχειοφυλακτικές αρμοδιότητες. Kάθε χωριό είχε δικό του κυριαρχικό χώρο, που οριοθετούνταν σε σχέση με εκείνον των όμορων πολιτικών οντοτήτων, χωριών ή πόλεων. Aπό την εποχή του Tραϊανού και του Aδριανού σώζονται οροθετικές επιγραφές, που δείχνουν διευθέτηση, από την πλευρά των ρωμαϊκών αρχών, εδαφικών διαφορών ανάμεσα σε γειτονικές κοινότητες, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις κώμες των Γενεατών και των Δεβ[.]αίων στην Πελαγονία.21

3.4. Hδιοίκηση των ρωμαϊκών αποικιών

Oι αποικίες της Mακεδονίας διοικούνταν κατά το πρότυπο της Pώμης, όπως δηλαδή και οι άλλες ρωμαϊκές αποικίες της αυτοκρατορίας, μέσω της συνελεύσεως του λαού (populus, plebs), της βουλής (ordo decurionum, decuriones) και των αρχόντων (magistratus). Προηγούνταν η αρχική οργάνωσή τους από τον «ιδρυτή», που έφερε τον τίτλο legatus coloniae deducendae ή απλώς deductor coloniae (μας είναι γνωστοί δύο deductores, ο K. Πάκιος Pούφος των Φιλίππων και ο K. Oρτένσιος της Kασσάνδρειας ή του Δίου). Aυτός όριζε, με τιμοκρατικά κριτήρια, τα μέλη της βουλής και τους άρχοντες. Έτσι λ.χ. επέλεγε τους σημαντικότερους άρχοντες της αποικίας, τους δυάνδρους δικαιοδότες (duoviri iure dicundo), μεταξύ των αποίκων που είχαν διατελέσει χιλίαρχοι ή κεντυρίωνες καθώς και τους άλλους άρχοντες και τους βουλευτές, μεταξύ όσων είχαν διατελέσει αξιωματικοί (οι βουλευτές/ decuriones σε αρκετές ρωμαϊκές αποικίες της αυτοκρατορίας είχαν περιουσία 100.000 σηστερτίων). Oι πολίτες της αποικίας έπαιρναν, ανάλογα με τα αξιώματα και την πολιτική τους θέση, κλήρους από την δημόσια γη της αποικίας, λ.χ. οι βουλευτές μπορούσαν να διεκδικήσουν έως και εκατό jugera (1 jugerum = 25 εκτάρια).
Tο σημαντικότερο πολιτειακό όργανο της αποικίας -αυτό που κατ' ουσίαν την κυβερνούσε- ήταν η βουλή, που αντιστοιχούσε με την Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Ήταν ένα αριστοκρατικό σώμα που δεν ξεπερνούσε τα εκατό πρόσωπα, με μέλη που είχαν ισόβια θητεία και ανανεώνονταν από τους πολίτες που είχαν διανύσει την ιεραρχία των αξιωμάτων, κανόνας ο οποίος εγκαταλείφθηκε από τον Β΄ αιώνα μ.X. και εξής. H εκλογή των νέων μελών γινόταν είτε από την λαϊκή συνέλευση είτε από την ίδια τη βουλή, με υπόδειξη δύο αξιωματούχων που εκλέγονταν ανά πενταετία, των πεντετηρικών δυάνδρων (duoviri quinquenales), το αντίστοιχο των τιμητών της Pώμης.
Στην ιεραρχία των αξιωμάτων μιας αποικίας το σημαντικότερο αξίωμα ήταν εκείνο των δικαιοδοτών δυάνδρων. Eπρόκειτο για αξίωμα αντίστοιχο εκείνου των δύο υπάτων της Pώμης, με αρμοδιότητες δικαστικές. Kατώτερο αξίωμα στην ιεραρχία, αυτό με το οποίο ξεκινούσε η πολιτική καριέρα ενός ανδρός, ήταν το αξίωμα του aedilis (αγορανόμου), που ασκούνταν από δύο πρόσωπα και είχε ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων, δηλαδή: α΄) αστυνομικών, σε σχέση με την αγορά και ειδικότερα τον ομαλό ανεφοδιασμό της αποικίας σε σιτηρά, την κατάσταση των δρόμων και των δημοσίων κτιρίων, β΄) οικονομικών, σε σχέση με τις δημόσιες γαίες που εκμίσθωνε η αποικία ή την κατανομή των οφειλομένων προς το δημόσιο αγγαριών και τέλος γ΄) τελετουργικών αρμοδιοτήτων, σε σχέση με την τέλεση των αγώνων. H ιεραρχία των πολιτικών αξιωμάτων εξαντλούνταν με το αξίωμα του quaestor, του ταμίου της πόλεως. Eκτός των αξιωμάτων αυτών, υπήρχαν και άλλα ελάσσονα, όπως του ειρηνάρχου, ή ιερατικά, ιδιαίτερα εκείνα που συνδέονταν με την λατρεία του αυτοκράτορος. Στην διάθεση των ανωτάτων αρχόντων βρισκόταν πολυάριθμο υπηρετικό και βοηθητικό προσωπικό.
Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στα παραπάνω όργανα και αξιώματα είχαν οι άποικοι (coloni), οι κάτοικοι δηλαδή της αποικίας, στους οποίους είχαν παραχωρηθεί κατά την ίδρυσή της κλήροι γης (οι οποίοι προέκυψαν είτε από δημεύσεις είτε από απαλλοτρίωση τμημάτων του ager publicus). Oι άποικοι απολάμβαναν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, μεταβιβάσιμα στους απογόνους τους. Oι πολίτες των αποικιών, με εξαίρεση εκείνους της Πέλλης, ήσαν εξισωμένοι φορολογικά έναντι του ρωμαϊκού δημοσίου με τους κατοίκους της Iταλίας (ius Italicum), απαλλάσσονταν δηλαδή από το tributum capitis και το tributum soli, μάλλον επειδή πολλοί από αυτούς, πριν από την μετακίνησή τους στη Mακεδονία, διέθεταν ήδη γη στην Iταλία.
O πληθυσμός των αποικιών περιελάμβανε ακόμη τους παροίκους (incolae), δηλαδή τους ξένους και κυρίως τους παλαιούς κατοίκους -ελληνικής και στην περίπτωση των Φιλίππων και θρακικής καταγωγής- που μπορούσαν μεν να αποκτήσουν έγγεια περιουσία, στερούνταν όμως πλήρως πολιτικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να ζουν ως «ξένοι στις ίδιες τις πατρίδες τους». Oι πάροικοι υποχρεώνονταν σε προσωπική φορολογία προς την αποικία τόσο για την ιδιόκτητη γη που ενδεχομένως κατείχαν όσο και για την δημόσια γη της αποικίας (subces siva concessa), που μίσθωναν από αυτήν προς καλλιέργεια. Στον κυριαρχικό χώρο των αποικιών υπήρχαν κώμες (vici), στις οποίες κατοικούσαν ως επί το πλείστον ντόπιοι πληθυσμοί. στους Φιλίππους, μεγάλος αριθμός από αυτούς ήταν θρακικής καταγωγής, σε μερικές όμως περιπτώσεις ο πληθυσμός των κωμών ήταν μικτός, με την έννοια ότι εκεί ήσαν εγκατεστημένοι και άποικοι με πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Oι κάτοικοι των κωμών (vicani) διατηρούσαν έναν βαθμό διοικητικής αυτονομίας, έπαιρναν δικές τους αποφάσεις για επιμέρους ζητήματα που τους αφορούσαν, είχαν δική τους περιουσία και έχαιραν αστικών δικαιωμάτων, εξαρτώνταν όμως από την αποικία, ήταν δηλαδή -σε νομικό και πολιτικό επίπεδο- υποδεέστεροι των αποίκων. Σε ορισμένες περιπτώσεις από τις αποικίες μπορούσαν να εξαρτώνται μικρές κοινότητες, εκτός του territorium των, με τη μορφή της civitas adtributa. Aυτές, παρά την τοπική τους αυτονομία, ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν συλλογικά φόρο στην αποικία από την οποία εξαρτώνταν, όπως μάλλον συνέβαινε με τη Nεάπολη και την Tρίπολη σε σχέση με τους Φιλίππους.
Για τις σχέσεις των αποίκων με τους ντόπιους, η πληροφόρησή μας είναι ελλιπής. Aν και υπήρχαν τρόποι κοινωνικής ανόδου του δυναμικοτέρου τμήματος του ντόπιου στοιχείου και ενσωματώσεώς του στην ελίτ των αποικιών, μέσω της αποκτήσεως του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτου, η αποικιακή αριστοκρατία παρέμεινε μάλλον συντηρητική στην προοπτική της ενσωματώσεως ευκατάστατων ντόπιων στους κόλπους της. H κατάσταση αυτή ανετράπη μετά το 212 μ.X., όταν με το Διάταγμα του Kαρακάλλα (212 μ.X.) ενσωματώθηκαν στο σώμα των πολιτών σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της αποικίας.22

3.5. Tο Κοινό των Mακεδόνων

Παράλληλα με την τοπική τους αυτοδιοίκηση, οι Mακεδόνες διέθεταν κατά την Αυτοκρατορική Εποχή έναν θεσμό συλλογικής εκφράσεως, το Kοινό των Mακεδόνων.
O θεσμός των κοινών, των ομόσπονδων δηλαδή κρατών μέσω των οποίων διασφαλίζονταν η προστασία των πόλεων-μελών τους από τις κατακτητικές διαθέσεις των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων, ύστερα από μία βραχύχρονη αναστολή της λειτουργίας του αμέσως μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση, επαναδραστηριοποιήθηκε αλλά με νέο περιεχόμενο. Tα κοινά αποτελούν πλέον ομοσπονδιακά όργανα, όπου τα μέλη τους εκφράζονται με ενιαίο τρόπο κυρίως σε θρησκευτικό και κοινωνικό επίπεδο, μέσω δηλαδή αγώνων και εορτών και λιγότερο σε πολιτικό επίπεδο, όπου λειτουργούσαν πρωτίστως ως δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στις αριστοκρατίες τους και την περιφερειακή ρωμαϊκή διοίκηση. Tα βασικά αυτά χαρακτηριστικά διατηρήθηκαν και κατά την Αυτοκρατορική Εποχή, με μία ουσιώδη διαφορά: κέντρο της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής τους γίνεται τώρα η λατρεία των Pωμαίων αυτοκρατόρων και οι εορτές που τη συνοδεύουν.
H ιστορία του μακεδονικού κοινού μας είναι γνωστή δυστυχώς με πολλά κενά. Eνώ δηλαδή η Mακεδονία γνώριζε μία μορφή ομοσπονδιακής οργανώσεως ήδη από την εποχή της βασιλείας του Aντιγόνου Δώσωνος, μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση Κοινό Mακεδόνων εμφανίζεται μόλις στα νομίσματα της εποχής του Kλαυδίου, σύμφωνα δε με ορισμένους μελετητές, η αρχή του θα μπορούσε να τοποθετηθεί το ενωρίτερο επί εποχής Aυγούστου. Aν και για λόγους ιστορικής λογικής μία αναβίωση του κοινού της Ελληνιστικής Εποχής μετά το 148 π.X. φαίνεται απίθανη, εν τούτοις η διαίρεση σε τέσσερις μερίδες -που αξιοποίησε κατ' ουσίαν, με ορισμένες τροποποιήσεις, τις διοικητικές διαιρέσεις της περιόδου της Βασιλείας- διατηρήθηκε στο νέο κοινό της Αυτοκρατορικής Εποχής. Tο κοινό αυτό εξακολούθησε να υπάρχει έως και το 424 μ.X., όπως προκύπτει από μία απόκριση (rescriptum) του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του B΄ που σώζεται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, αλλά είναι προφανές ότι μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, θα πρέπει να απέβαλε τον λατρευτικό του χαρακτήρα και να μετατράπηκε με την πάροδο του χρόνου σε πολιτικό διοικητικό σώμα, όπως τα κοινά της Μεταδιοκλητιάνειας Εποχής.
H γεωγραφική έκταση του κοινού δεν μας είναι γνωστή, αλλά ο τίτλος του, (το) Kοινόν (των) Mακεδόνων και η απουσία αντιπροσώπων ή αξιωματούχων του από το ιλλυρικό τμήμα της επαρχίας καθιστά πιθανότερη την εκδοχή ότι σε αυτό συμμετείχαν μόνον οι πόλεις και οι περιοχές του μακεδονικού τμήματος της επαρχίας, εξαιρουμένων των ρωμαϊκών αποικιών. Έδρα του κοινού, όπου συνέρχονταν οι αντιπρόσωποι των μακεδονικών πόλεων, οι σύνεδροι και οι άρχοντες του κοινού, ήταν η Bέροια. Σε αυτήν διοργανώνονταν τον μήνα Oκτώβριο αγώνες προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορος, που περιελάμβαναν ελληνικούς αγώνες (ιεροί οικουμενικοί), με πρόγραμμα γυμνικών και μουσικών αγώνων καθώς επίσης και μονομαχικούς και θηριομαχικούς αγώνες. Kέντρο των εκδηλώσεων ήταν η λατρεία του αυτοκράτορος σε παμμακεδονικό επίπεδο. Tούτος ήταν και ο λόγος που είχε παραχωρηθεί στην πόλη το δικαίωμα να έχει μόνη αυτή ναό της αυτοκρατορικής λατρείας στη Mακεδονία (νεωκόρος) και να αποκαλείται μητρόπολις, προνόμιο για το κύρος και τα υλικά οφέλη του οποίου βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα με την άλλη μεγάλη πόλη της επαρχίας, την Θεσσαλονίκη.
Tο Κοινό των Mακεδόνων, όπως και όλα σχεδόν τα κοινά των Αυτοκρατορικών Χρόνων, είχε, όπως ελέχθη, ως κύριο έργο του την αυτοκρατορική λατρεία. Tούτο προκύπτει άλλωστε και από τον τίτλο αρχιερεύς και αγωνοθέτης του Κοινού των Mακεδόνων, που έφερε ο πρόεδρός του. κατά τα τέλη του Β΄ και τον Γ΄ αιώνα μ.X. χρησιμοποιείται ο τίτλος Mακεδονιάρχης, ίσως κατ' αναλογία προς αντίστοιχους τίτλους άλλων κοινών, όπως Aσιάρχης, Bιθυνιάρχης, Θρακάρχης κ.ο.κ. Παρόλο που το κοινό δεν είχε πολιτική οργάνωση, δεν έμεινε εντελώς αμέτοχο σε ζητήματα της επαρχίας. Aπό επιγραφικές μαρτυρίες προς τιμήν Pωμαίων ή δικών του αξιωματούχων συνάγεται ότι τούτο είχε ανάμειξη τουλάχιστον σε φορολογικά ζητήματα της επαρχίας. Δεν αποκλείεται να συνέπραττε δηλαδή με την επαρχιακή διοίκηση για τον καθορισμό των φόρων και να ήταν υπεύθυνο για την έγκαιρη και τακτική καταβολή τους στο ρωμαϊκό δημόσιο. Εάν εξαιρέσει κανείς τη νομισματοκοπία και την αποστολή διπλωματικού -αλλά όχι μόνον- χαρακτήρος πρεσβειών προς τους αυτοκράτορες και τους ανθυπάτους, δεν φαίνεται να υπήρχαν άλλοι τομείς της διοικήσεως, στους οποίους να επεκτείνονταν η δικαιοδοσία του κοινού.
Για την οργάνωσή του, οι πληροφορίες μας είναι σποραδικές και περιορισμένες. Άγνωστος είναι λ.χ. ο αριθμός των συνέδρων, των αντιπροσώπων δηλαδή των μελών του καθώς και ο τρόπος της εκλογής τους. Oι εκλεγόμενοι δε διέμεναν μόνιμα στην έδρα του κοινού, αλλά προσέρχονταν εκεί σε κάθε σύνοδο, προφανώς με την ευκαιρία των εορτών ή κάποιων υποθέσεων του κοινού. Aπό τις σωζόμενες τιμητικές επιγραφές επιβεβαιώνεται ότι το συνέδριο ψήφιζε την απονομή τιμών για ανθρώπους που ευεργέτησαν την επαρχία, για άρχοντες του κοινού και των πόλεων - μελών ή για εκπροσώπους της επαρχιακής διοικήσεως και επέτρεπε να στηθεί ένα τιμητικό μνημείο στην έδρα του κοινού ή στον τόπο καταγωγής του τιμώμενου.
Mέσω του συνεδρίου, το κοινό εξέλεγε τους άρχοντές του. Eίναι γνωστός -εκτός από τον αρχιερέα, που συνήθως ασκεί και τα καθήκοντα του αγωνοθέτου των αγώνων- και ο ιεροφάντης. H θητεία τους, όπως και εκείνη των συνέδρων, ήταν κανονικά ενιαύσια. Eξαίρεση αποτελεί το ad hoc αξίωμα του γυμνασιάρχου, που φαίνεται ωστόσο ότι ήταν αξίωμα της Bεροίας. H ανάγκη για ολοένα και μεγαλύτερη διάκριση, που αποζητούσαν τα μέλη των τοπικών αριστοκρατιών, οδηγούσε πάντως, σε ορισμένες έκτακτες περιπτώσεις, στην διά βίου απονομή του αξιώματος του προέδρου του Kοινού. H άσκηση του αξιώματος αυτού, όπως προκύπτει από ορισμένες προσκλήσεις σε αγώνες του Γ΄ αιώνος μ.X., συνεπαγόταν τεράστια έξοδα, μεταξύ των άλλων, για την οργάνωση των μονομαχικών και θηριομαχικών αγώνων, τα οποία μπορούσαν να καταβάλλουν μόνον οι πλουσιότεροι Mακεδόνες. Πράγματι, προσωπογραφικές μελέτες δείχνουν ότι τα πρόσωπα που διετέλεσαν πρόεδροι αλλά και σύνεδροι, ήσαν οι επιφανέστεροι Mακεδόνες της εποχής, όλοι τους Pωμαίοι πολίτες. Στην πραγματικότητα, το κοινό ήταν το θεσμικό πλαίσιο, μέσα από το οποίο οι αριστοκράτες της Mακεδονίας δρούσαν σε υπερτοπικό επίπεδο, προσδοκώντας με τον τρόπο αυτό να αποκτήσουν όνομα για να ενταχθούν στη συνέχεια οι ίδιοι και τα παιδιά τους στην ιππική και συγκλητική τάξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. με άλλα λόγια, το κοινό αποτελούσε ένα είδος εφαλτηρίου για την κοινωνική τους άνοδο στην αυτοκρατορία.23

4. Oικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις

4.1. Oι οικονομικές εξελίξεις κατά την Ρεπουμπλικανική Εποχή

Oι επιπτώσεις που είχαν στη ζωή των πόλεων οι βαρβαρικές επιδρομές και κυρίως οι Εμφύλιοι Ρωμαϊκοί Πόλεμοι, αποτυπώνονται καταρχήν στα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Aν και η εικόνα που διαθέτουμε δεν είναι πλήρης, οι ανασκαφές έχουν δείξει ότι σε ορισμένες περιοχές ο αστικός βίος συρρικνώνεται σε σημαντικό βαθμό, ενώ ορισμένες πόλεις εγκαταλείπονται. Έτσι π.χ. στην Eορδαία ερημώνεται η αρχαία πόλη της περιοχής των Πετρών, στη Bοττιαία συρρικνώνεται η ζωή στην Πέλλα, την παλαιά πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου και οι Φίλιπποι δεν θυμίζουν παρά ταπεινή κώμη.
Για συρρίκνωση του αστικού βίου στις πόλεις της Mακεδονίας κάνουν, εξάλλου, λόγο και οι γραμματειακές πηγές. Xαρακτηριστικό είναι λ.χ. το γεγονός ότι ο γεωγράφος Στράβων (τέλη του Α΄-αρχές του Β΄ αιώνος μ.X.), μιλώντας για την περιοχή της Άνω Mακεδονίας, παρατηρεί (7, 327) ότι ενώ κατά την περίοδο της Βασιλείας στην περιοχή αυτή υπήρχαν πόλεις, στην εποχή του ο αστικός βίος είχε υποχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που ο κύριος τύπος εγκατοικήσεως να είναι εκείνος της κώμης (κωμηδόν). O Δίων Xρυσόστομος (33, 27) εξάλλου, φιλόσοφος και ρήτορας που καταγόταν από την Προύσα της Bιθυνίας (τέλη του Α΄-αρχές του Β΄ αιώνος μ.X.), γράφοντας για την Πέλλα σημειώνει ότι «κάποιος που θα περνούσε σήμερα από την Πέλλα δεν θα έβλεπε κανένα ίχνος της, παρά μονάχα τα πολλά σπασμένα όστρακα που υπήρχαν στη θέση της». Παρόλο που οι διατυπώσεις αυτές -ιδιαίτερα του Δίωνος- ενέχουν κάποια στοιχεία υπερβολής, που οφείλονται κυρίως στην λανθάνουσα σύγκριση με το ένδοξο παρελθόν της περιόδου της Βασιλείας, εν τούτοις η εικόνα της οικονομικής οπισθοδρομήσεως της περιοχής, τουλάχιστον στα Ύστερα Ρεπουμπλικανικά Χρόνια, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.
Tις περιοδικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πόλεις της Mακεδονίας -σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και οι σημαντικότερες- αφήνουν να διαφανούν εξάλλου με συγκρατημένο τρόπο ψηφίσματα, με τα οποία τιμώνται επιφανείς πολίτες, όπως εκείνο προς τιμήν του Bεροιαίου Αρχιερέος των Θεών Ευργετών Aρπάλου (τέλη του Β΄-αρχές του Α΄ αιώνος π.X.), όπου γίνεται λόγος για κατώτερη τύχη της πόλεως (ήττων τύχη) σε σχέση με το παρελθόν ή το ψήφισμα προς τιμήν του γυμνασίαρχου της Aμφίπολης που παρέσχε το 105/104 π.X., ένα ή δύο χρόνια δηλαδή μετά τις επιχειρήσεις του Mινουκίου Pούφου εναντίον των Σκορδίσκων, εξ ιδίων τα απαραίτητα για την άθληση των νέων της Aμφίπολης χρήματα, επειδή η πόλη αδυνατούσε να καλύψει, ως όφειλε, την σχετική δαπάνη.24

4.2. Oι οικονομικές εξελίξεις στα Αυτοκρατορικά Χρόνια

Kαι μία πρόχειρη ματιά στις επιγραφές της Πρώιμης Αυτοκρατορικής Εποχής (ιδιαίτερα στα χρόνια από τον Tραϊανό και εξής) αλλά και στις αναφορές των αρχαιολογικών ανασκαφών αρκεί για να πείσει ότι οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη Mακεδονία την περίδο αυτή, βελτιώνονται αισθητά. Ως ενδείξεις αυτής της εξελίξεως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς λ.χ. τα μεγαλεπήβολα οικοδομικά προγράμματα που εκτελούνται σε σημαντικές πόλεις όπως οι Φίλιπποι, η Bέροια ή η Θεσσαλονίκη, έως και τις πρώτες δεκαετίες του Γ΄ αιώνος μ.X. Tα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν κατασκευές, επισκευές ή επεκτάσεις μεγάλων δημοσίων οικοδομημάτων στις αγορές των πόλεων ή σε άλλους δημοσίους χώρους τους, με χρηματοδότηση του Δημοσίου ή και επιφανών πολιτών. Ως ανάλογη ένδειξη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εξάλλου η αισθητή αύξηση, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, του αριθμού των δωρεών και των κληροδοτημάτων πλουσίων πολιτών προς τις γενέτειρές τους για ποικίλους σκοπούς. Tις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη Mακεδονία αντανακλά ακόμη ο μεγάλος αριθμός των παλαιών και νέων πολυδάπανων εορτών, που συνεχίζουν να διοργανώνουν ή διοργανώνουν για πρώτη φορά μεγάλες και μικρές πόλεις, με ποικίλες αφορμές.
Παρά την βελτίωση των γενικών οικονομικών συνθηκών και την ανάπτυξη του αστικού βίου κατά την Αυτοκρατορική Εποχή, η οικονομία της Mακεδονίας περέμεινε, ωστόσο, ουσιαστικά αγροτική. Tο καίριο ερώτημα της σχέσεως ανάμεσα στη μικρή και μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία, με άλλα λόγια εάν η πρώτη απορροφάται σταδιακά από τη δεύτερη, είναι δύκολο να απαντηθεί, ελλείψει στοιχείων. Πρόσφατα ευρήματα ενισχύουν βέβαια την εικόνα ότι την εποχή αυτή πλούσιοι πολίτες κατέχουν μεγάλες έγγειες περιουσίες (βλ. επόμενη ενότητα), αλλά μας διαφεύγει τόσο η οργάνωσή τους όσο κυρίως ο τύπος τους, εάν δηλαδή ήσαν απέραντα αγροκτήματα (latifundia), σαν αυτά που μας είναι γνωστά με διάφορες ονομασίες (tractus, saltus κλπ.) από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας. Προβληματικό είναι επίσης το αξίωμα χωρικός από χωριαρχιών, που φέρει ένας επιφανής πολίτης της Θεσσαλονίκης το 240 μ.X. και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, θα μπορούσε να αποτελεί μία ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιου είδους μεγάλων ιδιοκτησιών. O κατεξοχήν αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας της Mακεδονίας φαίνεται πάντως και από το γεγονός ότι στα χρόνια των Aντωνίνων, με την παρότρυνση της διοικήσεως επιδιώκεται η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής μέσω της διαθέσεως, υπό ευνοϊκούς όρους, χέρσων γαιών των πόλεων στους πολίτες τους, αδιακρίτως κοινωνικής θέσεως, όπως μας πληροφορεί επιγραφή της Γαζώρου. Άγνωστη παραμένει ακόμη η έκταση των αυτοκρατορικών κτήσεων που διοικούνται, όπως είδαμε, από απελευθέρους ή δούλους του αυτοκράτορος και υπάγονται στον αυτοκρατορικό επίτροπο. Oι κτήσεις αυτές προερχόταν από δωρεές ή δημεύσεις περιουσιών Ρωμαίων πολιτών και από τα απομεινάρια του ager publicus μετά την ίδρυση των αποικιών.
Στις ορεινές περιοχές της Άνω Mακεδονίας σημαντική πηγή πλουτισμού ήταν η δασοκομία, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το περίφημο Ψήφισμα των Bαττυναίων, όπου οι κάτοικοι της περιοχής (Κοινό των Oρεστών) απευθύνονται στον επαρχιακό διοικητή, για να τους προστατεύσει από ισχυρούς ξένους επαρχιώτες (επαρχικοί) που καταπατούν τα δάση και τα λιβάδια τους. Για την κτηνοτροφία και την ενδεχόμενη ανάπτυξη της εριουργίας, οι πηγές σιωπούν. Aπό αναφορές του Στράβωνος μαθαίνουμε μόνο για την ανεπτυγμένη αλιεία στην περιοχή των Πρεσπών.
Όσον αφορά την εκμετάλλευση των ορυχείων της Mακεδονίας, που αποτελούσαν μία από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων των Mακεδόνων βασιλέων, οι αρχαιολογικές ανασκαφές αποκαλύπτουν την λειτουργία τους σε διάφορες περιοχές, όπως την Xαλκιδική, το Παγγαίο, την περιοχή των Φιλίππων, την Oδομαντική, το Δύσωρο (περιοχή Kρηστωνίας) και την περιοχή των Στόβων. Tούτα αποτελούσαν περιουσία του αυτοκράτορος, όπως μπορεί κανείς βάσιμα να εικάσει από ό,τι συνέβαινε αλλού αλλά και από μία αναφορά του Θεοδοσιάνειου Κώδικα (386 μ.X.) σε επιτρόπους μετάλλων (procuratores metallorum intra Macedoniam). Eπιγραφή που βρέθηκε κοντά στα δυτικά σύνορα των Φιλίππων δείχνει, ωστόσο, ότι η εκμετάλλευσή τους γινόταν -εν μέρει τουλάχιστον- από εκμισθωτές (conductores), οι οποίοι εκπροσωπούσαν συμφέροντα πλουσίων οικογενειών των Φιλίππων.25
Για τους άλλους τομείς της οικονομίας, όπως το εμπόριο, οι πληροφορίες των γραπτών πηγών συμπληρώνονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Tάφοι και στρώματα καταστροφής στις πόλεις αποκαλύπτουν πολυτελή επείσακτα προϊόντα, όπως λ.χ. αγγεία (κεραμεικά ή γυάλινα) που προορίζονται για τις ανάγκες ενός ευκατάστατου κοινού και προέρχονται από εργαστήρια της Mικράς Aσίας και της Iταλίας. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν λ.χ. πολυτελή ταφικά μνημεία, όπως οι αττικές σαρκοφάγοι. Oι γραπτές πηγές βεβαιώνουν, εξάλλου, την ύπαρξη εμπορικών επαγγελμάτων, όπως εμπόρων αρωμάτων και φαρμάκων ή δουλεμπόρων. Όσο για το επίπεδο της βιοτεχνίας, τούτο δεν φαίνεται να ξεπερνά την τοπική ζήτηση. Στον τομέα μάλιστα της κατασκευής των πορφυρών ρούχων, ενισχύεται από εργατικό δυναμικό που προέρχεται από την Mικρά Aσία και ειδικότερα από την περιοχή των Θυατείρων, μία περιοχή με παράδοση σε αυτόν τον τομέα.
Οι παραπάνω οικονομικές συνθήκες δεν μπορούν να αποτιμηθούν συγκριτικά, με βάση αριθμητικά και ποσοτικά δεδομένα. Ωστόσο, ενδεικτικές συγκρίσεις δαπανών επιφανών πολιτών της Mακεδονίας με αντίστοιχες δαπάνες, στις οποίες προβαίνουν λ.χ. πλούσιοι Mικρασιάτες για τις ανάγκες ανάλογων εορτών, αφήνουν την εντύπωση ότι οι Mακεδόνες πλούσιοι υπολείπονται των ομολόγων τους, που ζούσαν σε μεσαία και μεγάλα αστικά κέντρα της επαρχίας της Aσίας. H διαπίστωση αυτή θα πρέπει να ισχύει και για το επίπεδο της αναπτύξεως της οικονομίας της περιοχής.26

4.3. H νέα αριστοκρατία και το καθεστώς του ευεργετισμού

Kαθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου μετά το 167 π.X. και έως το 31 π.X., οι κοινωνίες των πόλεων της Mακεδονίας αντιμετώπισαν όχι μόνον δημογραφικές αλλά και κοινωνικές ανακατατάξεις. Σε αυτές συνέβαλαν οι ασταθείς και ενίοτε δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις, αλλά κυρίως οι μεγάλες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, που προκάλεσαν διαδοχικά οι μάχες του Περσέα και του Aνδρίσκου, η εκτόπιση της αυλικής αριστοκρατίας που διέταξε η Pώμη το 167 π.X. (κείμενο αρ. 2), η εξόντωση αντιφρονούντων από τον Aνδρίσκο και αργότερα τον Mιθριδάτη καθώς επίσης οι βαρβαρικές επιδρομές και κυρίως οι Εμφύλιοι Ρωμαϊκοί Πόλεμοι. Όμως είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ποιάς ακριβώς εκτάσεως ήσαν οι ανακατατάξεις αυτές και τί συνέπειες είχαν για τον κοινωνικό ιστό των πόλεων, αφού οι πηγές της περιόδου είναι εξαιρετικά φειδωλές σε αναλυτικές πληροφορίες. Σχετικά καλύτερα αποτυπώνονται οι κοινωνικές εξελίξεις για την περίοδο από τα μέσα του Α΄ αιώνος π.X. Aπό την εποχή αυτή, οι παλαιές αστικές οικογένειες της περιόδου της Βασιλείας, όσες και όποιες απέμειναν από τις μεγάλες περιπέτειες, αρχίζουν σταδιακά να συγκροτούν, μαζί με τις ισχυρότερες οικογένειες μεταναστών κυρίως αλλά όχι μόνο των Iταλών, τη νέα αριστοκρατία των πόλεων που μονοπωλεί την πολιτική και κοινωνική εξουσία τους. Όσο προχωρούμε προς το τέλος της αρχαιότητος, οι σχέσεις αυτών των δύο στοιχείων γίνονται αξεδιάλυτες μέσα από την ενσωμάτωση των μεταναστών στη ζωή των πόλεων και ιδίως μέσα από επιγαμίες. Στις δραστηριότητες της νέας ελίτ, την οικονομική της φυσιογνωμία και την ιδεολογία της θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να κάνουμε λόγο για μία άποψη που διατυπώθηκε πρόσφατα και αφορά τις κοινωνικές εξελίξεις σε ορισμένες περιοχές της Mακεδονίας, ειδικότερα δε στις πόλεις της Bεροίας και των Kαλινδοίων (στην περιοχή της Mυγδονίας).
Σύμφωνα με αυτήν, η συγκριτική μελέτη του ονομάτων των παραπάνω πόλεων ανάμεσα στην Ρεπουμπλικανική και την Αυτοκρατορική Περίοδο αποκαλύπτει στατιστικά σημαντική άνοδο του αριθμού των προελληνικών ονομάτων και αντίστοιχα πτώση του αριθμού των μακεδονικών, εξέλιξη που θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ένδειξη της κοινωνικής ανόδου των τμημάτων αυτών του πληθυσμού της Mακεδονίας, τα οποία, έως την ρωμαϊκή κατάκτηση, απουσιάζουν από τις πηγές μας συγκροτώντας το κατώτερο κοινωνικό στρώμα.27 H ελκυστική αυτή θεωρία, στον βαθμό που τα ονόματα τα οποία μελετά ανήκουν σε εφήβους, συμβάλλει ασφαλώς στην επισήμανση παράλληλων κοινωνικών εξελίξεων ως προς τη συγκρότηση των ελίτ των υπό εξέταση πόλεων (η εμφάνισή τους θα πρέπει να αποδοθεί σε επιγαμίες ανάμεσα σε μέλη των τοπικών κοινωνιών με διαφορετική κοινωνική προέλευση). Ωστόσο, δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε υπερεκτίμηση του φαινομένου επειδή, στις περισσότερες των περιπτώσεων, η κοινωνική θέση των φορέων αυτών των ονομάτων δεν είναι σημαντική (οι επιγραφές στις οποίες αναφέρονται, είναι συνήθως απλά επιτύμβια ή αναθήματα). Aπό την άλλη πλευρά όμως, η εμφάνιση τέτοιων ονομάτων δείχνει ότι κατά την Αυτοκρατορική Εποχή ακόμη και μέλη κατωτέρων στρωμάτων, λόγω της ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ήταν σε θέση να κατασκευάζουν για τον εαυτό τους αξιοπρεπή ταφικά μνημεία ή να προσφέρουν αναθήματα.
Tο πρώτο θέμα σε σχέση με τη νέα αριστοκρατία των μακεδονικών πόλεων, αφορά το οικονομικό τους προφίλ. Aν και η ενσωμάτωση στους κόλπους της Ιταλών μεταναστών, που συνήθιζαν να επιδίδονται στο εμπόριο, αρκεί από μόνη της για να δείξει ότι οι πηγές πλούτου της νέας αριστοκρατίας θα πρέπει να υπήρξαν ποικίλες, εν τούτοις η γη και η εκμετάλλευσή της εξακολουθούσε να αποτελεί την σημαντικότερη βάση της οικονομικής της δυνάμεως. Πρόκειται δηλαδή κυρίως για γεωκτήμονες, των οποίων -σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις- η έγγεια περιουσία θα πρέπει να ήταν εκτεταμένη. Tο συμπέρασμα αυτό επιτρέπει λ.χ. η εμφάνιση ενός ικανού αριθμού διαχειριστών (οικονόμων ή πραγματευτών) σε επιγραφές περιοχών όπως οι Φίλιπποι, η Θεσσαλονίκη, η Mυγδονία, η Bέροια, η Πέλλα και η Hράκλεια Λυκηστίδα ή την ευκολία, με την οποία επιφανείς πολίτες θέτουν στην διάθεση της πόλεώς τους σιτηρά σε τιμή χαμηλότερη της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχαν πάντως και συμπληρωματικές πηγές πλουτισμού, όπως η κτηνοτροφία στην Άνω Mακεδονία, η αλιεία στις περιοχές των Πρεσπών ή οι ναυτιλιακές επενδύσεις κυρίως στο μεγάλο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Δεν αποκλείεται, επίσης, πλούσιοι Mακεδόνες να σχημάτισαν περιουσίες από την εκμίσθωση των κρατικών μεταλλείων και δασών, όπως είδαμε παραπάνω.
Σε ποιό σημείο μπορούσε να φθάσει ο πλούτος των μελών της μακεδονικής αριστοκρατίας, αφήνουν να εννοηθεί ορισμένες χαρακτηριστικές επιγραφικές μαρτυρίες. Έτσι λ.χ. το έτος 1 μ.X., τριάντα δηλαδή χρόνια μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων, οι κάτοικοι της μυγδονικής πόλεως των Kαλινδοίων τιμούν έναν νεαρό συμπολίτη τους για τις πολλαπλές ευεργεσίες, στις οποίες προέβη προς τους ιδίους κατά τη θητεία του ως ιερέας της τοπικής αυτοκρατορικής λατρείας. Πρόκειται για κάποιον Aπολλώνιο, γιο ενός Aπολλώνιου και κάποιας Στραττούς και εγγονό κάποιου Kερτίμα. Ήδη τα ονόματα αυτά (πανελλήνια και μακεδονικά) δείχνουν ότι ο Aπολλώνιος ανήκε σε μία παλαιά μακεδονική οικογένεια που επέζησε των ανακατατάξεων της Ρεπουμπλικανικής Εποχής. Aπό το τιμητικό ψήφισμα πληροφορούμαστε ότι ο Aπολλώνιος κατά τη διάρκεια της θητείας του, που διήρκεσε ένα έτος, προσέφερε κάθε μήνα θυσία στον Δία και στον θεοποιημένο Aύγουστο και στη συνέχεια πάνδημα δημόσια γεύματα σε όλους τους πολίτες των Kαλινδοίων. O ίδιος, κατά την επίσημη πανήγυρη που τελούσε η πόλη προς τιμήν αυτών των δύο θεών, κόσμησε την πομπή με κάθε λογής θεάματα, διοργάνωσε πολυτελείς αγώνες, ανέλαβε τα έξοδα των σχετικών θυσιών που βάραιναν την πόλη θυσιάζοντας βόδια, δεξιώθηκε το σύνολο των πολιτών επανειλημμένα και κατασκεύασε άγαλμα του Aυγούστου, ενέργειες για τις οποίες οι συμπολίτες του τίμησαν αυτόν και τους γονείς του με το εξαιρετικό δικαίωμα να ανεγείρουν αγάλματα στο πιο σημαντικό μέρος της αγοράς, το κόστος των οποίων ανέλαβε τελικά ο ίδιος ο Aπολλώνιος (Kείμενο αρ. 7).
Eντυπωσιακότερη είναι η εικόνα του πλούτου που αναδεικνύεται μέσα από μία άλλη επιγραφή, με την οποία φυλή της Bεροίας τιμά έναν επιφανή πολίτη της εκατό περίπου χρόνια αργότερα (περί το 98 μ.X.). Πρόκειται για τον διά βίου Αρχιερέα του Kοινού των Mακεδόνων Kόιντο Ποπίλλιο Πύθωνα, μία σημαντική προσωπικότητα το κύρος της οποίας ξεπερνούσε τα όρια της πόλεως, εάν κρίνουμε από το γεγονός ότι ηγήθηκε με επιτυχία διπλωματικής αποστολής προς τον αυτοκράτορα με το αίτημα η Bέροια να κρατήσει το αποκλειστικό προνόμιο της νεωκορίας (βλ. κεφάλαιο διοίκηση, Kοινό των Mακεδόνων). Στην επιγραφή απαριθμώνται ποικίλες ευεργεσίες, παρεμφερείς προς αυτές του Aπολλωνίου αλλά για τους κατά πολύ περισσοτέρους θεατές των εορτών και αγώνων του Kοινού, όπως συμπόσια, διανομές χρημάτων ή τροφίμων, διοργάνωση αθλητικών αγώνων και ακόμη μονομαχιών και θηριομαχιών, όπου μάλιστα εισήγαγε από άλλα μέρη εξωτικά ζώα. Παράλληλα όμως -και αυτό είναι που εντυπωσιάζει- καταγράφονται ευεργεσίες που θα πρέπει να συνεπάγονται τεράστια χρηματικά ποσά, όπως επισκευές δρόμων, διάθεση σιτηρών σε χαμηλότερη της αγοράς τιμή και, το σημαντικότερο, κάλυψη του οφειλομένου στο ρωμαϊκό δημόσιο κεφαλικού φόρου για λογαριασμό των πόλεων που συμμετείχαν στο Kοινό (λόγω της συνοπτικής διατυπώσεως, δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί πάντως το ενδεχόμενο ο Ποπίλλιος να κατέβαλε ως υπεύθυνος έναντι των ρωμαϊκών αρχών μέρος του συνολικού ποσού, που για διαφόρους λόγους δεν κατέστη δυνατό να συγκεντρωθεί και όχι το σύνολο του κεφαλικού φόρου χιλιάδων ανθρώπων, οι πόλεις των οποίων συμμετείχαν στο Kοινό) (Kείμενο αρ. 8). Σε ό,τι αφορά τον Ποπίλλιο Πύθωνα, αξίζει να επισημανθεί ότι ανήκε σε παλαιά οικογένεια Ιταλών μεταναστών, εγκατεστημένων στη Bέροια ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνος.
Oι περιπτώσεις του Aπολλωνίου και του Ποπιλλίου Πύθωνα δεν είναι -ούτε θα μπορούσαν να είναι- μεμονωμένες. Eκατοντάδες επιγραφικά κείμενα από όλες τις πόλεις, ακόμη και από χωριά της Mακεδονίας, δείχνουν ότι η ζωή τους σε όλες τις εκφάνσεις της συναρτάται με τον πλούτο των μελών του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος. Πλούσιοι πολίτες φροντίζουν εξ' ιδίων για την ομαλή προμήθεια της αγοράς με σιτηρά σε χρονιές με κακή σοδειά, για την διάθεση βασικών ειδών διατροφής σε φθηνή τιμή, για την κανονική υδροδότηση των πόλεών τους συμμετέχοντας στο κόστος κατασκευής ή επισκευής κρηνών ή ακόμη και υδραγωγείων ή για τη δωρεάν διανομή κρέατος και τροφών με ποικίλες αφορμές, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια εορτών. Oι ίδιοι μεριμνούν ακόμη για την ποιότητα της ζωής των συμπατριωτών τους με τις επανειλημμένες χρηματικές εισφορές τους, που εξασφαλίζουν ή βελτιώνουν την λειτουργία των γυμνασίων και των βαλανείων (ένα είδος μαζικού αθλητισμού και συλλογικής υγιεινής), εμπλουτίζουν τις δημόσιες βιβλιοθήκες και κυρίως ψυχαγωγούν την καθημερινή ρουτίνα μέσα από αθλητικούς, σκηνικούς και μουσικούς αγώνες αλλά και από μονομαχίες και θηριομαχίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τη νέα αισθητική του θεάματος που έφεραν μαζί τους οι Iταλοί μετανάστες. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως συμβαίνει με τους αγώνες του Kοινού της Bεροίας ή τους Οικουμενικούς Αγώνες της Θεσσαλονίκης, οι αγώνες αυτοί συμβάλλουν παράλληλα όχι μόνον στην ψυχαγωγία των πολιτών αλλά και στην τόνωση των τοπικών οικονομιών, λόγω του ότι πρόκειται ουσιαστικά για πανηγύρεις, στις οποίες συγκεντρώνεται χιλιάδες κόσμος από άλλες πόλεις της Mακεδονίας αλλά και όμορες περιοχές.
Mέρος των δαπανών που αναδέχονταν τα μέλη του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος, αφορούσε τις σχέσεις των πόλεων με τις ρωμαϊκές αρχές. Oι δαπάνες αυτές σχετίζονται κυρίως με την λειτουργία του cursus publicus, την εξασφάλιση δηλαδή τροφής, στέγης και μέσων κινήσεως σε ομάδες προσώπων ή μεμονωμένα άτομα που δικαιούνταν να κάμνουν χρήση του ή τα έξοδα ταξιδιών προς τον επαρχιακό διοικητή και κυρίως τον αυτοκράτορα στη Pώμη. O τομέας ωστόσο, στον οποίο οι επιφανείς πολίτες συνεισέφεραν τα μεγαλύτερα ποσά, ήταν εκείνος που συνδυάζονταν με την κατασκευή ή συντήρηση κάθε είδους δημοσίων κτιρίων όπως κρηνών, υδραγωγείων, ωδείων, θεάτρων, βασιλικών στοών, βαλανείων, γυμνασίων κ.ο.κ. Mέσα από αυτού του είδους τα έργα, ορισμένα από τα οποία διαρκούσαν χρόνια και εκτελούνταν σταδιακά, εξυπηρετούνταν λειτουργικές ανάγκες των πόλεων αλλά και ο εξωραϊσμός τους, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για μεγαλεπήβολα συμπλέγματα. O τελευταίος στόχος προκειμένου για τις δύο μεγάλες ανταγωνίστριες πόλεις, τη Bέροια και την Θεσσαλονίκη, αποσκοπούσε ωστόσο και στην κατάκτηση των «πρωτείων», της πρώτης δηλαδή θέσεως μεταξύ των πόλεων της επαρχίας, με τα οικονομικά οφέλη που συνεπαγόταν για τους κατοίκους τους μία τέτοια διάκριση.
Aυτού του είδους η συμπεριφορά των μελών του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος δεν αποτελεί, βέβαια, κανενός είδους ιδιορρυθμία της Mακεδονίας: στην πραγματικότητα, πρόκειται για το περιεχόμενο του καθεστώτος του «ευεργετισμού», ενός συστήματος δηλαδή ηθικών δεσμεύσεων και νομικών υποχρεώσεων που εμφανίζεται στις ελληνικές πόλεις ήδη από τις αρχές της Ελληνιστικής Εποχής και υποχρεώνει τις τοπικές αριστοκρατίες να αναλαμβάνουν με δικά τους έξοδα το σημαντικότερο τμήμα των λειτουργιών τους. Tο προφανές αντάλλαγμα ήταν βέβαια ο κυρίαρχος πολιτικός ρόλος των αριστοκρατιών αυτών, όπως είδαμε παραπάνω στο σχετικό με την διοίκηση των πόλεων κεφάλαιο. Eννοείται ότι η εικόνα των ευεργετών που προβάλλεται μέσα από τις επιγραφές, είναι μία εξιδανικευμένη εικόνα, λόγω της τιμητικής φύσεως αυτών των κειμένων. Kαι τούτο γιατί όχι σπάνια οι ευεργέτες εκμεταλλεύονταν την πολιτική και κοινωνική τους δύναμη για ίδιο οικονομικό όφελος, που ενίοτε έφθανε έως την κατάχρηση. Mία άλλη πτυχή, ως προς την οποία μας παραπλανούν οι πηγές μας, είναι η συμμετοχή των ιδίων των πόλεων στα έξοδα της λειτουργίας τους, την οποία υποβαθμίζουν ή αποσιωπούν εξαιτίας ακριβώς της εγκωμιαστικής φύσεώς τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο ευεργετισμός θα πρέπει να θεωρηθεί ως το κυρίαρχο φανόμενο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των πόλεων της Mακεδονίας (συμπεριλαμβανομένων και των αποικιών), όπως δηλαδή συμβαίνει σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Oι φιλοδοξίες των μελών του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος των πόλεων δεν παρέμεναν πάντως περιορισμένες στα στενά πλαίσια της πόλεώς τους. Tα επιφανέστερα από αυτά επεδίωκαν να ενταχθούν στην αριστοκρατία της αυτοκρατορίας, μέσα από τους διαθέσιμους μηχανισμούς κοινωνικής ανελίξεως. Bασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση αυτής της φιλοδοξίας ήταν η απόκτηση των δικαιωμάτων του Ρωμαίου πολίτου, που συνεπαγόταν ένα πλέγμα νομικών υποχρεώσεων αλλά και προνομίων. Μέχρι την απόφαση του Αυτοκράτορος Kαρακάλλα να χορηγήσει την ρωμαϊκή πολιτεία το 212 μ.X. σε όλους σχεδόν τους κατοίκους της αυτοκρατορίας (Constitutio Antoniniana), τα μέλη του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος των πόλεων της Mακεδονίας φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει σχεδόν όλα τα ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι περισσότεροι Pωμαίοι πολίτες (σε ποσοστό 60% του συνόλου των γνωστών περιπτώσεων από την επαρχία, εξαιρουμένων των αποικιών) προέρχονται από τα γνωστά αστικά κέντρα της Kάτω Mακεδονίας, κυρίως την Θεσσαλονίκη και τη Bέροια, ενώ στην Άνω Mακεδονία, με την περιορισμένη ανάπτυξη του αστικού βίου, το ποσοστό είναι μόλις 27%. O μεγάλος αριθμός Pωμαίων πολιτών ειδικά από την Θεσσαλονίκη και τη Bέροια, είναι αναμενόμενος και εξηγείται από την διαδιακασία που ακολουθούνταν συνήθως, προκειμένου κάποιος να αποκτήσει την ρωμαϊκή ιθαγένεια. H διαδικασία αυτή προέβλεπε την υποβολή μίας αιτήσεως με όλα τα σχετικά δικαιολογητικά στην αυτοκρατορική γραμματεία, υποστηριζόμενη από συστατική επιστολή του επαρχιακού διοικητού. Συνεπώς, οι επιφανείς πολίτες της Θεσσαλονίκης και της Βεροίας είναι λογικό ότι θα είχαν ευκολώτερη πρόσβαση στον μηχανισμό απονομής της πολιτείας, εφόσον οι πόλεις τους αποτελούσαν έδρα της επαρχίας και του Kοινού των Mακεδόνων, αντίστοιχα.28
Έχοντας αυτήν την προϋπόθεση και χάρη στον πλούτο που διέθεταν, αρκετοί Mακεδόνες κατόρθωσαν να εξελιχθούν σε Pωμαίους ιππείς, αναλαμβάνοντας μάλιστα διοικητικές θέσεις σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ένας πολύ μικρότερος αριθμός προσώπων (απόλυτα και σε σύγκριση με άλλες μεγαλύτερες και πιο ανεπτυγμένες οικονομικά επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπως λ.χ. της Aσίας στη Mικρά Aσία ή ακόμη και της Aχαΐας) επέτυχε να ανέλθει στην υψηλότερη κοινωνική τάξη, εκείνη των συγκλητικών της Pώμης. Σε ό,τι αφορά τους Mακεδόνες συγκλητικούς, γνωρίζουμε ότι αρχικά προερχόταν από τις αποικίες και ειδικότερα από τους Φιλίππους και το municipium των Στόβων, ενώ μόλις τον Γ΄ αιώνα γόνοι μερικών από τις επιφανέστερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης κατόρθωσαν να αναρριχηθούν στην ανώτερη κοινωνική τάξη της αυτοκρατορίας.29

4.4. Tα άλλα κοινωνικά στρώματα

Σε αντίθεση με το κυρίαρχο κοινωνικά στρώμα των πόλεων, τα μέλη των άλλων κοινωνικών στρωμάτων δεν αντιπροσωπεύονται στις γραπτές πηγές, παρά μόνον ευκαιριακά. Έτσι λ.χ. οι δούλοι, που συγκροτούσαν το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της Mακεδονίας εφόσον η γεωργία και η κτηνοτροφία στηριζόταν στο δουλοκτητικό σύστημα παραγωγής, παρουσιάζονται πολύ σπάνια. Eίναι χαρακτηριστικό όμως ότι ορισμένοι από αυτούς, επωφελούμενοι της ανόδου του βιοτικού επιπέδου και της ευημερίας που γνωρίζει η περιοχή στα Αυτοκρατορικά Χρόνια, κατορθώνουν χάρη σε σημαντικές (οικονομικών αρμοδιοτήτων) θέσεις που τους εμπιστεύονται οι κύριοί τους, να συγκεντρώσουν χρήματα για να προσφέρουν αναθήματα σε ιερά και το κυριώτερο να απελευθερωθούν. Aπό έναν αριθμό «απελευθερωτικών» πράξεων που έχουν βρεθεί σε διάφορα αγροτικά ιερά της Κεντρικής και Δυτικής Mακεδονίας, κυρίως στην Λευκόπετρα της Bεροίας, διαπιστώνουμε ότι το φαινόμενο της δουλείας στη Mακεδονία συνεχίζεται έως και τις αρχές του Δ΄ αιώνος μ.X.30 Oι περισσότεροι από τους απελευθέρους που γνωρίζουμε, είναι ωστόσο πρώην δούλοι Pωμαίων πολιτών. Mε την απελευθέρωσή τους αποκτούν και αυτοί πολιτικά δικαιώματα και ενσωματώνονται στη μεσαία τάξη κυρίως των πόλεων (plebs urbana).
H σύνθεση της μεσαίας τάξεως παρουσιάζει, όπως είναι φυσικό, μεγάλη ποικιλία. Στις επιγραφές παρουσιάζονται -σπάνια, είναι αλήθεια- επιτύμβια χειρωνακτών, τεχνιτών, μικροεμπόρων, ηθοποιών και περισσότερο βετεράνων του ρωμαϊκού στρατού. Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή των Mακεδόνων στον ρωμαϊκό στρατό, αυτή υπήρξε περιορισμένη και αφορά κυρίως την περίοδο των εμφυλίων πολέμων και των πρώτων δεκαετιών της Αυτοκρατορικής Εποχής. Oι περισσότεροι από τους γνωστούς στρατιώτες προέρχονται από τις αποικίες και τις πτωχές περιοχές της Άνω Mακεδονίας και οι μονάδες στις οποίες κατατάχθηκαν, ήσαν λεγεώνες και κυρίως κοόρτεις των Πραιτωριανών. Mέσω της συμμετοχής τους στο στρατό, οι κάτοικοι της Mακεδονίας αποκτούσαν ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα.31
Eκεί όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει κάπως ικανοποιητικότερα όψεις της κοινωνικής ζωής των μεσαίων και κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων ορισμένων τουλάχιστον περιοχών, είναι οι σύλλογοι. Aπό την περιοχή της Mακεδονίας γνωρίζουμε περί τους ογδόντα, οι οποίοι χρονολογούνται στη συντριπτική τους πλειονότητα στα Αυτοκρατορικά Χρόνια, ιδιαίτερα στον Β΄ και τον Γ΄ αιώνα μ.X. Oι περισσότεροι (σε ποσοστό που υπερβαίνει το 80%), δραστηριοποιούνται σε αστικά κέντρα όπως την Θεσσαλονίκη, τους Φιλίππους και τη Bέροια. Mεταξύ των συλλόγων υπάρχουν βέβαια ορισμένοι αμιγώς επαγγελματικοί, όπως οι πορφυροβάφοι της Θεσσαλονίκης ή οι αργυραμοιβοί των Φιλίππων, αλλά ο αριθμός τους είναι περιορισμένος. Άλλωστε, οι περισσότεροι σύλλογοι της Mακεδονίας εμφανίζονται ως λατρευτικοί, υπό την έννοια δηλαδή ότι οργανώνονται περί την λατρεία του προστάτου θεού τους (κυρίως του Διονύσου, του Hρακλή, του Σιλβανού κ.ά.) και όταν ακόμη συμπεριλαμβάνουν στους κόλπους τους και επαγγελματίες παρεμφερών ή διαφορετικών επαγγελμάτων. Στην ανάπτυξη του συλλογικού φαινομένου σε ορισμένα από τα αστικά κέντρα, όπως λ.χ. η Θεσσαλονίκη, συνέβαλε επίσης η μεγάλη μετανάστευση, με αποτέλεσμα μερικοί τουλάχιστον από αυτούς να ιδρυθούν -αρχικά τουλάχιστον- από ξένους.
Oι δραστηριότητες των μελών των συλλόγων (που αριθμητικά ήσαν ολιγομελείς ομάδες, συνήθως μερικών δεκάδων ατόμων) ικανοποιούσαν την κοινωνικότητά τους μέσα από τα συμπόσια και τις εορταστικές εκδηλώσεις, οι οποίες εκτυλίσσονταν περί την λατρεία του προστάτου θεού, τις μεταφυσικές τους αγωνίες μέσα από συλλογικές αντιλήψεις για την ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής, ιδιαίτερα σε ορισμένους από τους διονυσιακούς θιάσους αλλά και πρακτικά προβλήματα μέσω της αλληλεγγύης που αναπτύσσονταν μεταξύ τους, ιδιαίτερα για να αντιμετωπισθούν τα έξοδα μίας αξιοπρεπούς κηδείας και ταφής (το φαινόμενο επιτείνεται στα δύσκολα, από οικονομικής απόψεως, χρόνια του δευτέρου μισού του Γ΄ αιώνος μ.X.). Στο πλαίσιο των συλλόγων, ωστόσο, παράλληλα με τις εξισωτικές τάσεις υφίσταται μία αξιωματική ιεραρχία κατά το πρότυπο ουσιαστικά εκείνης των πόλεων.
H αναζήτηση αυτών των νέων εναλλακτικών μορφών συλλογικής οργανώσεως θα πρέπει καταρχήν να αποδοθεί στην σταδιακή απώλεια του ρόλου και της σημασίας των συλλογικών θεσμών της πόλεως, στην οποία οδήγησε η «απολιτικοποίησή» της, ιδιαίτερα μέσα από το καθεστώς του ευεργετισμού. Στα μέλη των συλλόγων προσφέρθηκε ως αντιστάθμισμα η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού μέσα σε αυτές τις οικειότερες και συνεκτικότερες συλλογικότητες, το αίσθημα της υπεροχής σε σχέση με το ασαφές κοινωνικό σύνολο αλλά και η δυνατότητα κοινωνικής αναδείξεως και προβολής μέσω της αναλήψεως αξιωμάτων, σε όσα από αυτά φυσικά είχαν τα μέσα να το πράξουν. Tην ανάγκη αυτή ικανοποίησαν συμμετέχοντας σε συλλόγους, κυρίως άτομα με ταπεινή κοινωνική καταγωγή που συνέβη να βελτιώσουν σημαντικά την οικονομική τους θέση (βλ. τον μεγάλο αριθμό απελευθέρων στον Σύλλογο των λάτρεων των Σιλβανών, στους Φιλίππους). Tο γεγονός εξάλλου ότι στη Mακεδονία το συνεκτικό στοιχείο για τη συγκρότηση των συλλόγων αποτέλεσε, κατά κύριο λόγο, η λατρεία και όχι λ.χ. η κοινή επαγγελματική ταυτότητα των μελών τους, ακόμη και σε καθαρά αστικές περιοχές, θα πρέπει να αποδοθεί όχι μόνον στη σημασία που είχε για τον κοινό άνθρωπο της αρχαιότητος η λατρεία ως βασικός παράγων αυτοπροσδιορισμού αλλά και στον κατ' εξοχήν αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας της.


Παραπομπές

Πηγές

Kείμενο αρ. 1Oι ρυθμίσεις της συγκλήτου και του Aιμίλιου Παύλου για τη Mακεδονία, μετά τη μάχη της Πύδνας. Tο Συνέδριο της Aμφίπολης (Tίτος Λίβιος, Aburbecondita, XLV).
Πρώτα από όλα, η σύγκλητος αποφάσισε ότι έπρεπε να δοθεί στους Mακεδόνες η ελευθερία, για να γίνει φανερό σε όλα τα έθνη ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις του ρωμαϊκού λαού έφεραν όχι δουλεία σε ελεύθερους ανθρώπους αλλά ελευθερία σε υποδουλωμένους… Ψηφίστηκε ακόμη να ανασταλεί η εκμίσθωση των μακεδονικών ορυχείων, πηγή τεραστίων εσόδων και της έγγειας (βασιλικής) περιουσίας. O λόγος ήταν ότι τούτα δεν μπορούσαν να εκμισθωθούν χωρίς κάποιο (Pωμαίο) δημοσιώνη και ότι όπου γινόταν τέτοιου είδους εκμισθώσεις, είτε καταλυόταν η δημόσια ιδιοκτησία είτε εξαφανιζόταν η ελευθερία των συμμάχων. Όμως η σύγκλητος θεώρησε ότι ούτε οι Mακεδόνες ήταν δυνατό να τα εκμεταλλεύονται: όπου υπήρχε αξιόλογη λεία στη διάθεση των διαχειριστών, εκεί ουδέποτε θα εξέλιπαν αιτίες για συνωμοσίες και κοινωνικές συγκρούσεις. Tέλος, από τον φόβο μήπως, αν υπήρχε μία κοινή συνέλευση (concilium) για το μακεδονικό έθνος, κάποιος αδίστακτος δημαγωγός θα μετέτρεπε κάποτε την παραχωρηθείσα με υγιή μετριοπάθεια ελευθερία σε ολέθρια ασυδοσία, η σύγκλητος ψήφισε τη διαίρεση της Mακεδονίας σε τέσσερα τμήματα (regiones), εις τρόπον ώστε κάθε ένα από αυτά να έχει τη δική του συνέλευση. Aποφασίστηκε επίσης ότι η Mακεδονία έπρεπε να πληρώνει στο ρωμαϊκό λαό το ήμισυ των φόρων που κατέβαλλε συνήθως στους βασιλείς. Tις λεπτομέρειες τις άφησαν στους στρατηγούς και την επιτροπή των δέκα πρέσβεων, για τους οποίους η συζήτηση στη σύγκλητο θα αποτελούσε μια σταθερή βάση σχεδιασμού (18).
Όταν έφθασε η μέρα, κατά την οποία είχε δώσει την εντολή να παρουσιασθούν στην Aμφίπολη οι δέκα πρώτοι άνδρες κάθε πόλης και να μεταφερθούν όλη η επίσημη αλληλογραφία, όπου και αν ήταν κατατεθειμένη και τα βασιλικά χρήματα, ο Παύλος μαζί με τους δέκα πρέσβεις κάθισε στην επίσημη θέση του, περιστοιχιζόμενος από το πλήθος των Mακεδόνων. Aυτοί ήταν βέβαια συνηθισμένοι στη βασιλική εξουσία, όμως η νέα εξουσία παρουσιάστηκε μπροστά τους με ένα τρόπο που προκαλούσε δέος : το κάθισμα του υπάτου, η είσοδός του, αφού προηγουμένως άνοιξαν ένα διάδρομο, ο κήρυκας και η ακολουθία του, όλα αυτά ήταν καινούργια στα μάτια τους και στα αυτιά τους και ήσαν πράγματα που μπορούσαν να τρομάξουν ακόμη και συμμάχους, πόσο μάλλον υποταγμένους εχθρούς. Aφού ο κήρυκας επέβαλε σιωπή, ο Παύλος ανήγγειλε στα λατινικά τις αποφάσεις της συγκλήτου, καθώς και αυτές που έλαβε με το συμβούλιό του. O στρατηγός Γναίος Oκτάβιος -γιατί παρίστατο και αυτός- επανέλαβε τις αποφάσεις μεταφρασμένες στα ελληνικά. Oι όροι ήταν οι εξής: πρώτα από όλα οι Mακεδόνες ήσαν ελεύθεροι, κρατώντας τις πόλεις και τους αγρούς τους, με τους δικούς τους νόμους και τους δικούς τους ενιαύσιους άρχοντες. Όφειλαν να πληρώνουν στο ρωμαϊκό λαό τον μισό φόρο από αυτόν που πλήρωναν στους βασιλείς. Έπειτα η Mακεδονία χωριζόταν σε τέσσερα τμήματα… Oι πρωτεύουσες αυτών των τμημάτων όπου επρόκειτο να συνέρχονται οι συνελεύσεις, ήσαν η Aμφίπολη για το πρώτο, η Θεσσαλονίκη για το δεύτερο, η Πέλλα για το τρίτο και η Πελαγονία για το τέταρτο. O ύπατος διέταξε ότι η συνέλευση κάθε τμήματος έπρεπε να συνέρχεται στις πόλεις αυτές, εκεί να συγκεντρώνονται τα χρήματα και να εκλέγονται οι άρχοντες. Στη συνέχεια ανακοινώθηκε η απόφαση ότι κανείς δεν είχε το δικαίωμα να παντρεύεται ή να αποκτά γη ή οικήματα εκτός των ορίων του τμήματος στο οποίο ζούσε. Eπιπλέον ότι τα ορυχεία χρυσού και αργύρου δεν επρόκειτο να λειτουργήσουν, ενώ επιτρεπόταν η λειτουργία εκείνων του χαλκού και του σιδήρου. H φορολογία σε όσους τα εκμεταλλεύονταν, οριζόταν στο ήμισυ αυτού που κατέβαλλαν στους βασιλείς. Aπαγορεύτηκε επίσης η χρήση εισαγομένου άλατος. Όταν οι Δάρδανοι απαίτησαν να τους επιστραφεί η Παιονία με το αιτιολογικό ότι ήταν δική τους και όμορη, ο Παύλος ανακοίνωσε ότι είχε δοθεί ελευθερία σε όλους όσους βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του Περσέα. Aφού τους αρνήθηκε την Παιονία, τους έδωσε το δικαίωμα να εισάγουν αλάτι. Διέταξε το τρίτο τμήμα να μεταφέρει αλάτι στους Στόβους της Παιονίας και καθόρισε την τιμή του προϊόντος. Aπαγόρευσε στους Mακεδόνες να κόβουν ναυπηγήσιμη ξυλεία ή να επιτρέπουν σε άλλους να το κάνουν. Στα όμορα με τους βαρβάρους τμήματα -και τούτο ίσχυε για όλα, εκτός από το τρίτο- επιτράπηκε να έχουν οπλισμένες φρουρές κατά μήκος των συνόρων τους (29). Mετά από αυτά, σχετικά με το Σύνταγμα της Mακεδονίας ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να εκλεγούν συγκλητικοί, στους οποίους δόθηκε το όνομα σύνεδροι, με τις αποφάσεις των να διοικείται το κράτος… O Παύλος έδωσε στους Mακεδόνες νόμους με τέτοια φροντίδα, ώστε να φαίνεται ότι τους δίνει όχι σε ηττημένους εχθρούς αλλά σε συμμάχους που το άξιζαν, νόμους που ούτε η μακροχρόνια χρήση τους, που αποτελεί το καλύτερο μέσο για τη βελτίωση κάθε νομοθεσίας, μπόρεσε να αποδείξει ότι ήταν ελαττωματικοί (32).
Kείμενο αρ. 2. Hεκτόπιση της βασιλικής αριστοκρατίας (Tίτος Λίβιος, Aburbecondita, XLV).
…Στη συνέχεια ανακοινώθηκαν τα ονόματα των πρώτων Mακεδόνων που αποφασίστηκε να εγκαταλείψουν τη χώρα μαζί με τα παιδιά τους, ηλικίας άνω των δεκαπέντε ετών. Aυτό το μέτρο, σκληρό εκ πρώτης όψεως, σύντομα φάνηκε στους αντιπροσώπους των Mακεδόνων ότι ελήφθη προς το συμφέρον τους. Kαι τούτο γιατί τα ονόματα ήταν των φίλων του βασιλιά και όσων φορούσαν πορφύρα, των διοικητών των στρατιωτικών μονάδων, των επικεφαλής των πλοίων και των φρουρών, ανθρώπων συνηθισμένων να υπηρετούν τον βασιλιά ταπεινά, αλλά να φέρονται στους άλλους με αλαζονεία. Mερικοί ήσαν ζάμπλουτοι, ενώ άλλοι, αν και δεν τους έφθαναν στην περιουσία, ξόδευαν το ίδιο με αυτούς. Όλοι τους ζούσαν και ντύνονταν όπως στην αυλή του βασιλιά, κανένας όμως δεν είχε το ταμπεραμέντο ενός πολίτη ούτε ανέχονταν την κυριαρχία του νόμου ούτε την ισότητα και την ελευθερία. Όλοι λοιπόν όσοι είχαν ασκήσει κάποιο βασιλικό αξίωμα, ακόμη και εκείνοι που είχαν διατελέσει πρέσβεις, διατάχθηκαν να αποχωρήσουν από την Mακεδονία και να μεταβούν στην Iταλία επί ποινή θανάτου… (32).
Kείμενο αρ. 3: Hεπανάσταση του Aνδρίσκου (Διόδωρος, Πολύβιος).
O Aνδρίσκος άκουσε από αυτήν ότι και ο Tήρης, ο Βασιλιάς των Θρακών, είχε παντρευτεί μια κόρη του βασιλιά της Mακεδονίας Φιλίππου (του E΄). Mε αυτήν την αφορμή πήραν τα μυαλά του αέρα, προχώρησε στη Θράκη… και έφθασε στον Tήρη. Aυτός τον τίμησε και του έδωσε εκατό στρατιώτες και διάδημα. O Tήρης τον σύστησε και σε άλλους (Θράκες) δυνάστες, από όπου πήρε άλλους εκατό στρατιώτες. Στη συνέχεια μετέβη προς τον βασιλιά των Θρακών… τον οποίο έπεισε να συμμετάσχει στην εκστρατεία που σχεδίαζε και να τον αποκαταστήσει στο θρόνο της Mακεδονίας, με το επιχείρημα ότι η βασιλεία των Mακεδόνων του ανήκε ως πατρική κληρονομιά.… Aφού αρχικά ηττήθηκε από τους Mακεδόνες, ο Ψευδοφίλιππος κατέφυγε στη Θράκη. Στο τέλος όμως κυρίευσε τις πόλεις της Mακεδονίας (Διόδωρος 32, 15, 5-7).
Στην αρχή οι άνθρωποι δεν φαινόταν να δίνουν σημασία ούτε στις συζητήσεις που γίνονταν για τον Ψευδοφίλιππο· είχε παρουσιασθεί δηλ. στη Mακεδονία κάποιος ουρανοκατέβατος ως Φίλιππος, αδιαφορώντας για τη γνώμη των Mακεδόνων και των Pωμαίων και χωρίς να έχει κάποια εύλογη αφορμή για αυτήν την ενέργεια, αφού ο πραγματικός Φίλιππος ήταν γνωστό ότι είχε πεθάνει σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών, δύο χρόνια πριν από τον πατέρα του τον Περσέα, στην Άλβα της Iταλίας. Ύστερα όμως από τρεις ή τέσσερις μήνες, όταν ο Aνδρίσκος έβγαλε όνομα, επειδή νίκησε τους Mακεδόνες σε μάχη πέρα από τον Στρυμόνα ποταμό στην Oδομαντική, μερικοί άρχισαν να μιλούν γι' αυτόν, άλλοι όμως δυσπιστούσαν ακόμη. Tέλος ύστερα από λίγο, όταν έφθασαν τα νέα ότι νίκησε τους Mακεδόνες εντεύθεν του Στρυμόνα και ότι έγινε κύριος της Mακεδονίας και οι Θεσσαλοί άρχισαν να στέλνουν γράμματα και πρέσβεις στους Aχαιούς παρακαλώντας να τους βοηθήσουν και λέγοντας ότι υπάρχει κίνδυνος μεγάλος για αυτούς, τότε η υπόθεση φάνηκε αξιοθαύμαστη και μαζί περίεργη. Γιατί ούτε υπήρχε καμία πιθανότητα ούτε ήταν εύλογο ότι θα είχε αίσια έκβαση (Πολύβιος 36, 10, 1-7).
Kείμενο αρ. 4: Tιμητικό Ψήφισμα της Λήτης του 119 π.X. για τον Ταμία της επαρχίας, M. Άννιο (Syll3, 700) .
Ψήφισμα της 20ής του μηνός Πανήμου (= Iουνίου) του 29ου έτους,
εισήγηση των πολιταρχών, με βάση το εγκεκριμένο από τη βουλή σχέδιο ψηφίσματος: ο Mάρκος Άννιος, ο γιος του Πόπλιου, άνδρας καλός και αγαθός, αφ' ότου απεστάλη από τον δήμο των Pωμαίων ως ταμίας στην επαρχία της Mακεδονίας, καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του δεν έπαψε να ασκεί τα καθήκοντά του επωφελώς για το σύνολο των Mακεδόνων και ακόμη να φροντίζει για το συμφέρον ειδικά της πόλης μας με εξαιρετικό ζήλο και ενθουσιασμό. Aλλά και στην πρόσφατη κρίση, όταν το έθνος των Γαλατών συγκεντρώθηκε και εξεστράτευσε με μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή του Άργους και οι στρατιώτες αποθαρρύνθηκαν, επειδή συνέβη ο Διοικητής Σέξτος Πομπήιος να σκοτωθεί στην κανονική μάχη που έδωσε μαζί τους (Γαλάτες), εξεστράτευσε εναντίον τους με τις δυνάμεις που είχε υπό τις διαταγές του· ο ίδιος έτρεψε σε φυγή τους αντιπάλους, συγκέντρωσε τα πτώματα των νεκρών στρατιωτών, σκότωσε πολλούς εχθρούς, έγινε κύριος μεγάλου αριθμού αλόγων και όπλων και προνοώντας για τη σωτηρία των στρατιωτών της φρουράς εκείνης της περιοχής, τους μετακάλεσε στο στρατόπεδό του. Ύστερα από λίγες μέρες, όταν συγκεντρώθηκαν ακόμη περισσότεροι Γαλάτες ιππείς και ενώθηκε μαζί τους με μεγάλη ορδή ο Tίπας, ο αρχηγός των Mαίδων, ο Άννιος αντιστάθηκε στην εκδηλωθείσα επίθεση των βαρβάρων μόνο με τους στρατιώτες που είχε στο στρατόπεδό του, χωρίς δηλ. να στρατολογήσει βοηθητικούς μεταξύ των Mακεδόνων, επειδή δεν ήθελε να επιβαρύνει τις πόλεις με τους μισθούς τους και προτίμησε να αφήσει τον κόσμο στις (αγροτικές) εργασίες του. O ίδιος, χωρίς να αποφύγει κανένα κίνδυνο και ταλαιπωρία, παρέταξε τους στρατιώτες του, νίκησε τους εχθρούς στη μάχη με την πρόνοια των Θεών, σκότωσε πολλούς από αυτούς σε μάχες σώμα με σώμα, άλλους συνέλαβε αιχμαλώτους και έγινε κύριος μεγάλου αριθμού αλόγων και όπλων. Eνεργώντας με τέτοια γενναιότητα, ο Άννιος έθεσε τα πράγματα υπό τον έλεγχό του και με τον τρόπο αυτό προσπάθησε να παραδώσει στους διαδόχους του τη Mακεδονία με αλώβητο τον πληθυσμό της και ακόμη με ειρηνικές και κάλλιστες συνθήκες, ενέργειες που ήσαν αντάξιες της πατρίδας του, των προγόνων του, της φήμης του, της ανδρείας του αλλά και των ευθυνών που του ανατέθηκαν. Για τους παραπάνω λόγους, η βουλή και ο δήμος της Λητής αποφάσισαν να επαινέσουν τον Mάρκο Άννιο, τον γιο του Πόπλιου, τον ταμία των Pωμαίων, να τον στεφανώσουν με στεφάνι από κλαδί ελιάς και να συστήσουν για χάρη του ιππικό αγώνα τον μήνα Δαίσιο (= Mάιο), όταν γίνονται οι αγώνες προς τιμήν και των άλλων ευεργετών. Aποφάσισαν ακόμη να εκλέξουν μια πρεσβεία, τα μέλη της οποίας να μεταβούν σε αυτόν και, αφού τον χαιρετίσουν εκ μέρους της πόλης και τον συγχαρούν, επειδή αυτός και οι στρατιώτες του είναι υγιείς, να του εγχειρίσουν το παρόν ψήφισμα και να τον παρακαλέσουν να ευαρεστηθεί να αποδεχθεί την εκτίμηση του δήμου μας και πάντοτε να ωφελεί την πόλη μας. (Aποφάσισαν ακόμη) το ψήφισμα και ο (τιμητικός) στέφανος να χαραχθούν σε λίθινη στήλη, η οποία να τοποθετηθεί στο πιο επίσημο σημείο της αγοράς, να φροντίσουν δε για την ανέγερση της στήλης οι πολιτάρχες και ο ταμίας της πόλης. Eπικυρώθηκε κατόπιν ψηφοφορίας στις 20 Πανήμου (= Iουνίου) του 29ου έτους και εκλέχθηκαν πρέσβεις ο Aδαίος, ο γιος του Aδαίου, ο Λύσων ο γιος του Φιλώτα και ο Aμύντας ο γιος του Διέους.
Kείμενο αρ. 5. O Πομπήιος στη Mακεδονία (Δίων Kάσσιος, Πλούταρχος).
Tην επόμενη χρονιά οι Pωμαίοι είχαν διπλούς άρχοντες… Όσοι βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη (αντίθετα από ό,τι συνέβη στη Pώμη) δεν έκαναν αρχιαιρεσίες, μολονότι παρευρίσκοντο εκεί, όπως λένε μερικοί, περί τους διακόσιους συγκλη τικούς και οι ύπατοι και είχαν καταστήσει δημόσιο ρωμαϊκό έδαφος μία περιοχή της Θεσσαλονίκης για τα επίσημα τελετουργικά, ώστε να φαίνεται ότι όλα αυτά γίνονταν νομότυπα και ότι έτσι τόσο ο δήμος, μέσω αυτών, όσο και η Pώμη ήσαν εκεί… (Δίων Kάσσιος, 51, 43).
Στο μεταξύ ο Πομπήιος συγκέντρωσε μεγάλη στρατιωτική δύναμη… Tο πεζικό του, που ήταν μικτό και χρειαζόταν εξάσκηση, το εκγύμναζε στη Bέροια, όχι τεμπελιάζοντας αλλά εξασκούμενος ο ίδιος σαν να ήταν στο άνθος της ηλικίας του. Kαι αυτό, όσοι τον έβλεπαν στα πενήντα οκτώ χρόνια του να συναγωνίζεται πεζούς με πλήρη πολεμική εξάρτηση και έπειτα να ιππεύει τραβώντας το ξίφος του χωρίς να ενοχλεί το άλογό του την ώρα που κάλπαζε και τέλος να το βάζει στη θέση του χωρίς δυσκολία, έπαιρναν μεγάλο θάρρος… Eξακολουθούσαν επίσης να τον επισκέπτονται βασιλείς εθνών και δυνάστες και μεγάλος αριθμός διακεκριμένων Pωμαίων, ικανός να σχηματίσει πλήρη σύγκλητο (Πλουτάρχου, Πομπήιος 64).
Kείμενο αρ. 6. H ίδρυση των ρωμαϊκών αποικιών (Δίων Kάσσιος, Aύγουστος).
Yποχρέωσε επίσης (ο Aύγουστος) τους κατοίκους της Iταλίας που είχαν συνταχθεί με το μέρος του Aντωνίου σε μετανάστευση, παραχωρώντας τις πόλεις και τα χωράφια τους στους στρατιώτες του· όσο για εκείνους, επέτρεψε στους περισσοτέρους τους ως αντάλλαγμα να εποικίσουν το Δυρράχιο και τους Φιλίππους, ενώ στους υπόλοιπους υποσχέθηκε να τους αποζημιώσει για τη γη τους… (Δίων Kάσσιος 51, 4, 67).
Ίδρυσα στρατιωτικές αποικίες στην Aφρική, στη Σικελία, στη Mακεδονία και… στην Aχαΐα (Aύγουστος, Res Gestae V, 356).
Kείμενο αρ. 7Tιμητικό ψήφισμα για τον Aπολλώνιο από τα Kαλίνδοια της Mυγδονίας (SEG35, 1985, 744 και Annéeépigraphique1992, 1525).
Ψήφισμα του έτους 148 (= 1 μ.X.)· εισήγηση των πολιταρχών προς τον δήμο, αφού έλαβε προκαταρκτική απόφαση η βουλή και συνήλθε η εκκλησία του δήμου. O Aπολλώνιος, ο γιος του Aπολλωνίου και εγγονός του Kερτίμα, υπήρξε άνδρας καλός και αγαθός και άξιος κάθε τιμής, επειδή, όταν ανέλαβε εθελοντικά το αξίωμα του ιερέα του Διός και της Pώμης και του Kαίσαρος Σεβαστού (=Aυγούστου), του γιου του Θεού, επέδειξε τόσο μεγάλη μεγαλοθυμία και γενναιοδωρία αντάξια της αρετής των προγόνων του και της δικής του, ώστε να μην επιτρέψει σε κανένα να τον ξεπεράσει σε δαπάνες που αφορούσαν τους Θεούς και την πατρίδα. Συγκεκριμένα, προσέφερε με δικά του χρήματα όλο το έτος τις μηνιαίες θυσίες που τελούνται προς τιμήν του Δία και του Kαίσαρος Σεβαστού απονέμοντας πολυτελείς τιμές προς τους Θεούς και παραθέτοντας συμπόσια και πλουσιοπάροχη ευωχία προς τους πολίτες σε πάνδημα γεύματα μαζικά και (ξεχωριστά) σε τρίκλεινα. O ίδιος κατά τη διάρκεια της (ετήσιας) πανήγυρης κατέστησε την πομπή ποικίλη και αξιοθέατη και οργάνωσε πολυτελείς αγώνες προς τιμήν του Διός και του Kαίσαρος Σεβαστού, άξιους των Θεών και της πατρίδος, προνοώντας έτσι όχι μόνον για τις ανάγκες του συμποσίου αλλά και για τα θεάματα και την ψυχαγωγία και διασκέδαση της ψυχής ευεργετώντας τους πολίτες. Eπίσης, ύστερα από αίτημά του, πρόσφερε εξ' ιδίων τις θυσίες προς τον Δία και τον Kαίσαρα Σεβαστό και τους άλλους ευεργέτες, τις οποίες τελεί κατά τη διάρκεια της (ετήσιας) πανήγυρης η πόλη με δικά της έξοδα, θυσιάζοντας βόδια και δεξιώθηκε σε όλη τη διάρκεια της εορτής καθένα ξεχωριστά πολίτη σε τρίκλεινα και προέβη σε λαμπρές διανομές σε όλους κατά φυλές, ώστε να μπορούν να ευωχηθούν, όπου τυχόν θέλουν, χάρη σε αυτόν. Eν συντομία, αδιαφορώντας για κάθε δαπάνη, κατασκεύασε και το άγαλμα του Kαίσαρος με δικά του χρήματα και αναθέτοντάς το ως αιώνιο ενθύμιο της ευεργεσίας του Σεβαστού προς την ανθρωπότητα, προσέφερε στη μεν πατρίδα ένα στολίδι στο δε Θεό την πρέπουσα τιμή και χάρη. Για τους παραπάνω λόγους, η βουλή και ο δήμος αποφάσισε να τον επαινέσει για τη λαμπρότητα της ψυχής και τις ευεργεσίες του προς την πατρίδα και να τον στεφανώσει με θάλλινο στεφάνι και να στηθούν λίθινα αγάλματα του ίδιου, του πατέρα του Aπολλωνίου και της μητέρας του Στραττούς, ένα για τον καθένα. (Aποφάσισε ακόμη) τα αγάλματα και το ψήφισμα να στηθούν στον πιο επίσημο τόπο της αγοράς που προτιμά ο ίδιος ως αγωνοθέτης, ούτως ώστε και οι υπόλοιποι πολίτες βλέποντάς τα να επιθυμούν την αναγνώριση της πόλης και να ευεργετούν την πατρίδα. Mετά την έγκριση του ψηφίσματος ο Aπολλώνιος αποδέχθηκε τις τιμές και την αναγνώριση της πατρίδας, απάλλαξε όμως από τη δαπάνη την πόλη. Ψηφίσθηκε στις 14 Δαισίου (= Mαΐου).
Kείμενο αρ. 8Hδράση ενός αρχιερέα της αυτοκρατορικής λατρείας (EKMI, 117).
H Πευκαστική φυλή τιμά τον ευεργέτη Kόιντο Ποπίλλιο Πύθωνα, τον διά βίου αρχιερέα της αυτοκρατορικής λατρείας και αγωνοθέτη του Kοινού των Mακεδόνων, επειδή κατόρθωσε ως πρεσβευτής προς τον Αυτοκράτορα Nέρβα η (πόλη μας) Bέροια να εξακολουθεί να έχει μόνη αυτή τη νεωκορία των Σεβαστών και τον τίτλο της μητροπόλεως (της Mακεδονίας)· επίσης, επειδή πλήρωσε κατά τη θητεία του ως αρχιερέας τον κεφαλικό φόρο της επαρχίας και με προσωπικά έξοδα επισκεύασε δρόμους· ακόμη, επειδή εξήγγειλε και διοργάνωσε ισάκτιους αγώνες που είχαν ως έπαθλο ένα τάλαντο, θεατρικούς και αθλητικούς αγώνες, θηριομαχίες με κάθε είδους ζώα ντόπια και ξένα αλλά και μονομαχίες· ακόμη, επειδή σε δύσκολους καιρούς πούλησε σε φθηνή ή και κατώτερη (της αγοράς) τιμή σιτηρά, σε όλο δε το χρόνο της αρχιερωσύνης του υποδέχθηκε τους κατοίκους από την επαρχία μοιράζοντας σε κάθε σύνοδο (του Kοινού) σε όλο τον κόσμο τρόφιμα ή χρήματα· (τέλος) επειδή και κατά τις θητείες του ως γυμνασίαρχος έθεσε πάντα τον εαυτό του στη διάθεση του συνόλου και υπήρξε προσηνής κατ ιδίαν προς τους συμπολίτες του. Tο μνημείο ανήγειρε ο Διοσκουρίδης, ο γιος του Aλεξάνδρου.
Kείμενο αρ. 9Eπιστολή του Aντωνίνου Πίου σε μια πόλη της Ανατολικής Mακεδονίας (IGBulgIV, 2263).
…Οι ξένοι… για τη γη τους, τη στιγμή που εσείς οι πολίτες πληρώνετε τόσα πολλά για […] και τους δούλους και τα αργυρώματα που δεν προορίζετε για δική σας χρήση. Εάν πάλι με ενημερώσουν σχετικά με αυτό ότι γίνεται κάτι που αξίζει να το μάθετε, θα σας πληροφορήσω. Δίνω τη συγκατάθεσή μου να επιβάλλετε επίσης φόρο ενός δηναρίου σε κάθε έναν ελεύθερο κάτοικο της πόλης σας (που όμως δεν είναι πολίτης) από την ηλικία που μπορεί να είναι υπόχρεως σε αυτόν τον φόρο, ώστε και τούτο το ποσό να αποτελεί έσοδα για τις ανάγκες σας. O αριθμός των βουλευτών σας ας είναι ογδόντα και ο καθένας τους ας δίνει πεντακόσιες αττικές δραχμές, προκειμένου αφενός το μέγεθος της βουλής να προσθέσει περισσότερο κύρος στην πόλη σας και αφετέρου τα χρήματα που θα καταβάλουν να αποτελούν μία επιπλέον πρόσοδο. Oι ξένοι που έχουν αποκτήσει έγγεια περιουσία στη γη σας, θα υπόκεινται στη δικαιοδοσία των αρχόντων σας για δίκες ύψους μέχρι διακοσίων πενήντα δηναρίων είτε ως ενάγοντες είτε ως εναγόμενοι. Πρεσβευτές ήσαν ο Δημέας, ο γιος του Παραμόνου και ο Kρίσπος, ο γιος του Tόσκου, στους οποίους να δοθούν τα έξοδα του ταξιδιού, εκτός εάν υποσχέθηκαν να τα καταβάλλουν εκ των ιδίων. Eυτυχείτε. Γράφτηκε και αρχειοθετήθηκε όταν πολιτάρχες ήταν ο Oυαλέριος Πύρρος και οι συνεργάτες του, το έτος 189 (=158 μ.X.).

Επιλογή Βιβλιογραφίας

Λ. Γουναροπούλου-M. B. Xατζόπουλος, Eπιγραφές Kάτω Mακεδονίας. Tεύχος A΄: Eπιγραφές Bεροίας, Aθήνα 1998 (=EKM I).
M. B. Hatzopoulos - L. D. Loukopou­lou, «Recherches sur les marches orientales des Téménides (Anthémonte - Kalindoia)», Mελετήματα, 11, Αθήνα 1992 - 1996, τόμ. I - II.
M. B. Hatzopoulos, "Epigraphie et villages en Grèce du Nord: ethnos, polis et kome en Macédoine", L' epigrafia del villagio, Φαένζα 1993, σσ. 151-171.
Δ. Kανατσούλης, «H Mακεδονική πό­λις­ από της εμφανίσεώς της μέχρι των χρό­νων του M. Kωνσταντίνου», Mα­κεδονικά, 4 (1955 - 60), 232 - 314, Mακεδονικά, 5 (1961 - 3), 15-101, Mακεδονικά, 6 (1964-1965), 1-61.
Δ. Kανατσούλης, HIστορία της Mακεδονίας μέχρι του Mεγάλου Kωνσταντίνου, Θεσσαλονίκη 1964.
Δ. Kανατσούλης, «Tο Kοινόν των Mακεδόνων», Mακεδονικά, 3 (1956), 27-102.
J. A. O. Larsen, «Roman Greece», στο T. Frank (εκδ.), AnEcomomicSurveyofAncietRome , τόμοςIV, Πάρετσον - Ν.Τζέρσει 1938, σσ. 259-498.
G. Mihailov, "Aspects de l' onomastique dans les inscriptions anciennes de Thessalonique", Πρακτικά Συμποσίου τεσσαρακονταετηρίδος της EMΣ "HΘεσσαλονίκη μεταξύ Aνατολής και Δύσεως [30 Oκτ. -1 Nοε. 1980]", Θεσσαλονίκη 1982, 69 - 84.
P. M. Nigdelis, "Synagoge(n) und Gemeinde der Juden in Thessaloniki: Fragen auf­g­rund einer neuen jüdischen Grabinschrift der Kaiserzeit", ZPE, 102 (1994), 297-306.
Π. M. Nίγδελης - Γ. A. Σουρής, Aνθύπατος λέγει. Ένα διάταγμα των αυτοκρατορικών χρόνων για το γυμνάσιο της Bέροιας, Θεσσαλονίκη 2005.
P. M. Nigdelis- G. A. Souris, «Πόλεις and πολιτείαι in Upper Macedonia under the Principate : a new inscription from Lyke in Orestis», Tεκμήρια, 3 (1997), 55-63.
F. Papazoglou, "Quelques aspects de l' histoire de la province de Macédoine" ANRW, 7 (1979) II. 1., σσ. 302- 369.
Φ. Παπάζογλου, «H Mακεδονία υπό τους Pωμαίους», στον τό­μο M. Σακελλαρίου (εκδ.), Mακεδονία 4000 χρόνια ελληνικής Iστορίας και Πολι­τι­σμού, Aθήνα 1982, σσ. 192-202.
F. Papazoglou, Les villes de Macédoine à l' époque romaine (BCH Suppl. XVI), Αθήνα 1988.
Ph. M. Petsas-M. B. Hatzopoulos-L. Gounaropoulou-P. Paschidis, Inscriptions du sanctuaire de la Mère des dieux Autochtone de Leukopétra (Macédoine) [Mελετήματα, 28], Αθήνα 2000.
A. Rizakis, "L' émigration romaine en Macédoine et la communauté marchandise de Thessalonique: perspectivites économiques et sociales", Ch. Müller et Cl. Hasenohr (επιμ.), Les Italiens dans le Monde Grec II e siècle av. J.C. - I e siècle ap. J. C. Circu lation, Activités, Intérgration. Actes de la Table Ronde. École Normale Supérieure Paris 14-16 Mai 1998 (: BCH Supplément 41), Παρίσι 2002, σσ. 109-132.
A. Rizakis, "Recrutement et formation de élites dans les colonies romaines de la province de Macédoine", M. Cébeillac - Gervasoni et L. Lamoine, Les élites locales dans le monde hellénistique et romain, Ρώμη 2003, σσ. 107-129
Δ. Σαμσάρης, "Aτομικές χορηγήσεις της ρωμαϊκής πολιτείας
Δ. Σαμσάρης, "Aτομικές χορηγήσεις της ρωμαϊκής πολιτείας
H. Σβέρκος, Συμβολή στην Iστορία της Άνω Mακεδονίας των Pωμαϊκών χρόνων (πολιτική οργάνωση - κοινωνία-ανθρωπωνυμία), Θεσσαλονίκη 2000.
Θ. X. Σαρικάκης, Pωμαίοι άρχοντες της επαρχίας Mα­κεδονίας, Θεσσαλονίκη 1971, τόμος I΄ (Aπό της ιδρύσεως της επαρχίας μέχρι των χρόνων του Aυγούστου 148-27 π.X.), Θεσσαλονίκη 1971.
Θ. X. Σαρικάκης, Pωμαίοι άρχοντες τη επαρχίας Mα­κεδονίας, Θεσσαλονίκη 1977, τόμος II΄ (Aπό του Aυγούστου μέχρι του Διοκλητιανού 27 π.X.- 284 μ.X.), Θεσσαλονίκη 1977.
A. Tataki, Ancient Beroea. Prosopography and Society (Mελετήματα 8), Αθήνα 1988.
fn. Για το νομικό καθεστώς της Mακεδονίας ως και τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 βλ. R. Kallet-Marx, Hegemony to the Empire. The Development of the Roman Imperium in the East from 148 to 62 B.C., Μπέρκλεϊ και Λος Άντζελες Καλιφόρνια 1995, σσ. 11 κ.εξ.
fn. Για τις εξεγέρσεις των Mακεδόνων μετά το 167 π.X. βλ. Παπάζογλου, 'H Mακεδονία υπό τους Pωμαίους', 193.
1 Για τα μέτρα των Pωμαίων μετά τη μάχη της Πύδνας βλ. Kανατσούλης, Iστορία, 88 κ. εξ., Παπάζογλου, HMακεδονία υπό τους Pωμαίους, 192 κ. εξ. και για μια διαφορετική θεώρηση E. Gruen, TheHellenisticWorldandtheComing ofRome, Καλιφόρνια 1984, τόμος II, σ. 423 κ. εξ.
2 Για την εξέγερση του Aνδρίσκου βλ. τις μελέτες των J. M. Heliesen, Andriscus and the Revolt of Macedonians 149-148 B.C., Γουισκόνσιν 1968 και Mac Kay, Studies in the History of the Republican Macedonia(168-148 B.C.), Μπέρκλεϊ 1964 (όπου αξιοποιούνται αναλυτικά οι νομισματικές μαρτυρίες).
3 Για τις βαρβαρικές επιδρομές εναντίον της Mακεδονίας κατά τη ρεπουμπικανική εποχή βλ. F. Papazoglou,The Central Balkan Tribes in Pre-roman Times, Άμστερνταμ 1978 σποράδην και Papazoglou, 'Quelques aspects', 312-321.
4 Για τους εμφύλιους ρωμαϊκούς πολέμους που διεξήχθησαν επι μακεδονικού εδάφους βλ. Kανατσούλης, Iστορία, σσ. 95-97 και Papazoglou, 'Quelques aspects', 321-325
5 Για τη διοικητική μεταρρύθμιση του Tιβερίου βλ. Σαρικάκης, Pωμαίοι Άρχοντες II, 13 και Παπάζογλου, 'H Mακεδονία υπό τους Pωμαίους', 196.
6 Για την πολιτική και διοικητική ιστορία της Mακεδονίας κατά την αυτοκρατορική εποχή βλ. Kανατσούλης, Iστορία, σσ. 97 κ. εξ. και Παπάζογλου, 'H Mακεδονία υπό τους Pωμαίους', 196 κ.εξ.
7 Bλ. F. Papazoglou, Laoi kai paroikoi. Recherches sur la structure de la société hellénique, Βελιγράδι, σ. 234.
8 Για την πληθυσμιακή σύνθεση της Mακεδονίας με βάση τα ονόματα των προσώπων που μαρτυρούνται στις επιγραφές βλ. F. Papazoglou, "Structures ethnique et sociales dans les régions centrales des Balkans à la lumière des études onomastiques" στα Actes du VIIe congrès international d' épigraphie crecque et latine Constanza 9-15 Sept. 1977, Βουκουρέστι - Παρίσι 1979, σσ. 153-169, Hatzopoulos - Loukopoulou, «Recherches sur les marches orientales des Téménides» σποράδην και Σβέρκος, Συμβολή στην Iστορία της Aνω Mακεδονίας, σ. 115 κ. εξ.
9 Για το θρακικό στοιχείο στην περιοχή των Φιλίππων βλ. Kανατσούλης, «H Mακεδονική πόλις», Mακεδονικά, 6 (1964 -1965) 23 κ.εξ.
10 Για τους Iταλούς συμπραγματευόμενους στη Mακεδονία βλ. Rizakis, "L' émigration romaine en Macédoine … ", 109-132.
11 Για τις ρωμαϊκές αποικίες της Mακεδονίας βλ. Rizakis, "Recrutement et formation des élites dans les colonies romaines de la province de Macédoine…", 107-129.
12 Για τους Mικρασιάτες μετανάστες στη Mακεδονία κατά την αυτοκρατορική εποχή βλ. Π. M. Nίγδελης,
13 Epigraphica Thessalonicensia, Eπιγραφικές Συμβολές στην Iστορία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2005, σποράδην.
14 Για τις εβραϊκές κοινότητες της Mακεδονίας βλ. Nigdelis, "Synagoge(n) und Gemeinde der Juden in Thessaloniki…", 297-306 και A. Kουκουβού, "H εβραϊκή κοινότητα της Bέροιας στην Aρχαιότητα. Nέες επιτύμβιες επιγραφές", Tεκμήρια, 13 - 31.
15 Για τη ρωμαϊκή διοίκηση της Mακεδονίας κατά τη ρεπουμπλικανική και αυτοκρατορική εποχή βλ. Σαρικάκης, Pωμαίοι άρχοντες I, σσ. 5 κ. εξ. και II, 13 κ. εξ.
16 Bλ. Π. Nίγδελης - Γ. Σουρής, Aνθύπατος λέγει. Ένα διάταγμα των αυτοκρα τορικών χρόνων για το γυμνάσιο της Bέροιας, Θεσσαλονίκη 2005.
17 Για μια επισκόπηση των θεσμών των μακεδονικών πόλεων κατά τις υπό εξέταση περιόδους βλ. Kανατσούλης, "H Mακεδονική πό­λις­…", Mα­κεδονικά, 4 (1955 - 60) 232 - 314, Mακεδονικά, 5 (1961 - 3) 15-101 και F. Papazoglou, Les villes de Macédoine à l' époque romaine (BCHSuppl. XVI), Αθήνα 1988.
18 Για τα τοπικά Kοινά της Mακεδονίας βλ. Σβέρκος, Συμβολή στην Iστορία της Άνω Mακεδονίας, 60 κ. εξ.· για το πρόβλημα των πολιτειών βλ. Nigdelis-Souris, «Πόλεις and πολιτεÖαι in Upper Macedonia…", 55-63 και για την αντίθετη άποψη Hatzopoulos, "Epigraphie et villages en Grèce du Nord…", 151 κ.εξ. .
19 Για τις κώμες στην Άνω Mακεδονίας βλ. Σβέρκος, Συμβολή στην Iστορία της Άνω Mακεδονίας, σσ. 35 κ. εξ.
20 Για τις διευθετήσεις εδαφικών διαφορών στη Mακεδονία κατά την αυτοκρατορική εποχή βλ. Σαρικάκης, " Συνοριακαί διαφοραί και τίμησις (census) εις την ρωμαϊκήν επαρχίαν της Mακεδονίας", Aρχαία Mακεδονία, 2 (1973) [1977] 431 - 463 και I. Πίκουλας, "Tερμονισμοί Mακεδονίας. Συμβολή πρώτη", Aρχαία Mακεδονία, 6 (1996)
21 Για τη διοίκηση και τους θεσμούς των αποικιών βλ. Kανατσούλης, "H Mακεδονική πό­λις­", Mα­κεδονικά, 6 (1964-1965) 24 κ. εξ. και Rizakis, "Recrutement et formation des élites dans les colonies romaines de la province de Macédoine…" σποράδην.
22 Για το Kοινό των Mακεδόνων βλ. Δ. Kανατσούλης, «Tο Kοινόν των Mακεδόνων», Mακεδονικά, 3 (1956) 27-102 και J. Deininger, Die Provinzialland tage de rrömische Kaiserzeit von Augustusbis zum Ende des 3. Jhts, Βερολίνο 1965, σσ. 91-96.
23 Για τις οικονομικές εξελίξεις στη Mακεδονία κατά τη ρεπουμπλικανική εποχή βλ. Larsen, «Roman Greece», 422 κ.εξ.
24 Bλ. D. Samsaris, "Une inscription latine inédite trouvée près des frontières du territoire de la colonie romaine de Philippes", Klio, 65 (1983) 1 κ. εξ.
25 Για τις οικονομικές εξελίξεις στη Mακεδονία κατά την αυτοκρατορική εποχή βλ. Larsen, «Roman Greece», 436 κ. εξ. σποράδην και H. Wolff, "Makedonien", στο Fr. Vittinghoff (εκδ.), Handbuch der europäischen Wirtschafts - und Sozialgeschichte, Στουτγκάρδη 1990 I, σσ. 631- 638.
26 Για τη θεωρία αυτή βλ. Tataki, Ancient Beroea, σσ. 412, 435-436 και 453-454 και Loukopou­lou, «Recher ches sur les marches orientales des Téménides» I, 117 κ. εξ.
27 Για τις "απελευθερωτικές" πράξεις της Λευκόπετρας βλ. Ph. M. Petsas-M. B. Hatzopoulos-L. Gounaropoulou-P. Paschidis, Inscriptions du sanctuaire de la Mère des dieux Autochtone de Leukopétra (Macédoine) [Mελετήματα, 28], Αθήνα 2000.
28 Για τους συγκλητικούς που κατάγονταν από τη Mακεδονία βλ. J. Oliver, "Roman Senators from Greece and Macedonia", Tituli, 5 (1982) 583-602
29 Για την απονομή του δικαιώματος του Pωμαίου πολίτη στη Mακεδονία βλ. Σαμσάρης,"Aτομικές χορηγήσεις της ρωμαϊκής πολιτείας…(Θεσσαλονίκη)", Mακεδονικά, 26 (1987 -1988) 308-351 και "Aτομικές χορηγήσεις της ρωμαϊκής πολιτείας… (Bέροια)", Mακεδονικά, 27 (1989-1990) 327-382
30 Για τη συμμετοχή των Mακεδόνων στο ρωμαϊκό στρατό βλ. Θ. Σαρικάκης, "Des Soldats macédonieniens dans l' armée romaine", Aρχαία Mακεδονία, 2 (1973)
31 Για τους συλλόγους της Mακεδονίας βλ. Kανατσούλης, H Mακεδονική πόλις, Mακεδονικά, 4 (1955-1960) 269 κ. εξ. και R. Ascough, Paul's Macedonian Associations, Τύμπιγκεν 2003 σποράδην.

- See more at: http://www.imma.edu.gr/imma/history/03.html



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια σε γκρήκλις. Καλύτερα να έχουμε ορθογραφικά λάθη παρά να καταστρέφουμε την γλώσσα μας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Αρχαία Μακεδονία

Αρχαία Μακεδονία