Βυζαντινή Μακεδονία (324-1025) γ΄
Θεόδωρος Κορρές
(συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Βυζαντινοβουλγαρικές συγκρούσεις επί Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννου Τσιμισκή
Η περίοδος των σαράντα χρόνων ειρήνης μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων που ακολούθησε, διεκόπη τον χειμώνα του 966/7, όταν Βούλγαροι πρέσβεις έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη για να εισπράξουν τους φόρους που φαίνεται ότι το Βυζάντιο κατέβαλλε όλα αυτά τα χρόνια. Στον θρόνο ήταν ο Αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς (963-969), ο λαμπρός στρατηγός που ανέκτησε την Κρήτη από τους Άραβες (961) και διαδέχθηκε τον Ρωμανό τον Β΄. Ο αυτοκράτορας που τόσες νίκες είχε επιτύχει κατά των Αράβων και μη γνωρίζοντας τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες ενός Βυζαντινοβουλγαρικού Πολέμου, έδιωξε με τον χειρότερο τρόπο τους πρέσβεις λέγοντάς τους ότι: «ο των Ρωμαίων σεβάσμιος βασιλεύς έθνει πενεστάτω καί μιαρώ φόρους τελών (ουκ) υποκείσομαι». Στη συνέχεια, εξεστράτευσε το 967 εναντίον της Βουλγαρίας. Όμως, ως έμπειρος στρατηγός, δεν μπήκε βαθιά στο εχθρικό έδαφος, γιατί προφανώς θυμήθηκε την καταστροφή των βυζαντινών στρατευμάτων το 811. Αντί λοιπόν να εμπλακεί ο ίδιος, έπεισε με τη βοήθεια δεκαπέντε κεντηναρίων χρυσού τον Ρώσο Ηγεμόνα Σφενδοσθλάβο να εισβάλλει στη Βουλγαρία, το 968. Οι Βούλγαροι ηττήθηκαν κατά κράτος, μεγάλες περιοχές της χώρας τους δηώθηκαν και καταστράφηκαν, ενώ οι Ρώσοι αποχώρησαν με πλούσια λάφυρα. Ήταν τέτοιο το μέγεθος της καταστροφής, που ο Βασιλιάς της Βουλγαρίας Πέτρος αρρώστησε και πέθανε το 969. Όμως ο κίνδυνος των Ρώσων δεν είχε περάσει. Έξι μήνες αργότερα εισέβαλαν και πάλι στη Βουλγαρία, διέλυσαν ό,τι είχε απομείνει από τον βουλγαρικό στρατό, αιχμαλώτισαν τον Τσάρο Βόρι που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Πέτρο και υπέταξαν τη χώρα. Μάταια προσπάθησε ο Νικηφόρος να τους πείσει να σεβασθούν τα συμφωνηθέντα και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ήταν φανερό ότι το πρόβλημα που άθελά τους δημιούργησαν οι Βυζαντινοί, θα λυνόταν μόνο με τα όπλα.
Δεν ήταν όμως ο Νικηφόρος Φωκάς εκείνος που θα αναλάμβανε το δύσκολο εγχείρημα της εκδιώξεως των Ρώσων από την Βουλγαρία αλλά ο Ιωάννης Τσιμισκής, που τον διαδέχθηκε στον βυζαντινό θρόνο το 969. Η προσπάθεια του νέου αυτοκράτορος να πείσει τους Ρώσους να αποχωρήσουν ειρηνικά, συνάντησε την αλαζονική άρνηση και τις απειλές του Σφενδοσθλάβου ότι θα βάδιζε εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Τις απειλές του πραγματοποίησε ο Ρώσος ηγεμόνας λίγους μήνες αργότερα, εισβάλλοντας στα Θέματα Μακεδονίας και Θράκης επικεφαλής μεγάλης δυνάμεως Ρώσων, Πετσενέγων, Ούγγρων και των Βουλγάρων που είχαν ήδη προσχωρήσει στις δυνάμεις του. Οι Βυζαντινοί υποχώρησαν μπροστά στις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις και ο στρατός του Σφενδοσθλάβου έφθασε, λεηλατώντας και καταστρέφοντας, μέχρι την Αρκαδιούπολη, την οποία υπερασπιζόταν ο έμπειρος Στρατηγός Βάρδας Σκληρός. Ο Σκληρός κατάφερε να παρασύρει τους Ρώσους σε μία μάχη, στην οποία η στρατηγική του δεινότητα υπερίσχυσε της αριθμητικής τους υπεροχής και κατέληξε σε ήττα και σφαγή των εισβολέων, που αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν από τις περιοχές των Θεμάτων της Μακεδονίας και της Θράκης. Την εκστρατεία που σχεδίαζε ο Τσιμισκής εναντίον των Ρώσων και των Βουλγάρων, καθυστέρησε προσωρινά η Επανάσταση του Βάρδα Φωκά στη Μικρά Ασία, διάστημα κατά το οποίο οι εχθροί ενοχλούσαν με ληστρικές επιδρομές περιοχές του Θέματος Μακεδονίας. Τέλος, την άνοιξη του 971 ο Τσιμισκής έφθασε στην Αδριανούπολη με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ενώ βυζαντινές ναυτικές δυνάμεις περιπολούσαν τις εκβολές του Δούναβη, για να κυκλώσουν τις δυνάμεις των Ρώσων. Επικεφαλής επίλεκτης στρατιωτικής δυνάμεως, ο αυτοκράτορας πέρασε αιφνιδιαστικά τις αφύλακτες διόδους του Αίμου και εμφανίσθηκε μπροστά στη Μεγάλη Πρεσθλάβα. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε και μετά από σύντομες και σφοδρές μάχες ο Τσιμισκής κατέλαβε την πόλη και αιχμαλώτισε τον Βασιλέα των Βουλγάρων Βόρι και την οικογένειά του. Η επιτυχία αυτή έστρεψε τους Βουλγάρους κατά των Ρώσων και ο Σφενδοσθλάβος, που είχε κλεισθεί στο Δορύστολο και πολεμούσε απεγνωσμένα, αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει και να αποχωρήσει από τα εδάφη της Βουλγαρίας.
Οι συνέπειες της νίκης των Βυζαντινών υπήρξαν σκληρές για τους Βουλγάρους. Ο Τσιμισκής ανάγκασε τον Βόρι να παραιτηθεί από τον θρόνο του και του απένειμε τον τίτλο του μαγίστρου. Η Βουλγαρία προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία και έπαψε να υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος, φέρνοντας έτσι τα βυζαντινά σύνορα στον Δούναβη. Τέλος, έπαψε να υπάρχει και να αναγνωρίζεται το Βουλγαρικό Πατριαρχείο. Με τον τρόπο αυτόν, ο Τσιμισκής θεώρησε ότι επέλυσε το βουλγαρικό πρόβλημα και εξασφάλισε την ειρήνη στην περιοχή αυτή της Βαλκανικής. Όμως, όπως παρατήρησε ήδη ο Ι. Καραγιαννόπουλος, «τα όπλα δεν αποτελούν θεμέλιο μονίμου και υγιούς λύσεως» και ότι στην υποταγή και διάλυση του βουλγαρικού κράτους από τον Τσιμισκή βρίσκονται τα αίτια των όσων επρόκειτο να συμβούν στη Βαλκανική την περίοδο της βασιλείας του Βασιλείου του Β΄.
Πρώτη φάση του νέου Βυζαντινοβουλγαρικού Πολέμου. Βασίλειος ο Β΄ - Σαμουήλ
Ο θάνατος του Ιωάννου Τσιμισκή, το 976, στάθηκε η απαρχή σημαντικών εξελίξεων, που επρόκειτο να ταλαιπωρήσουν σκληρά την Μακεδονία για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Όπως αναφέρθηκε, η εισβολή του Τσιμισκή στη Βουλγαρία εστρέφετο κυρίως κατά των Ρώσων εισβολέων, τους οποίους και έδιωξε από την χώρα. Ο βουλγαρικός λαός, αν και δέχθηκε ισχυρά πλήγματα, δεν λύγισε αλλά αναζήτησε σε άλλο πρόσωπο την ηγεσία που του στέρησε ο Τσιμισκής αιχμαλωτίζοντας και καταργώντας τον Βόρι. Την ηγεσία που ζητούσαν, βρήκαν στον νεαρό και δραστήριο Σαμουήλ, γιο του κόμητος Νικολάου, ο οποίος αμέσως μετά τον θάνατο του Τσιμισκή τέθηκε επικεφαλής της Δυτικής Βουλγαρίας και επαναστάτησε. Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να ελέγξουν την κατάσταση που δημιουργήθηκε, στέλνοντας τον Βόρι πίσω στη Βουλγαρία. Όμως ο Βόρις σκοτώθηκε και η ηγεσία των επαναστατημένων Βουλγάρων έμεινε στα χέρια του Σαμουήλ, ο οποίος φαίνεται ότι σχεδίαζε την ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους. Τα φιλόδοξα σχέδιά του περιελάμβαναν και την επέκταση του κράτους του προς την Θεσσαλονίκη, την Κεντρική και τη Νότιο Ελλάδα. Έτσι, επωφελούμενος από τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ο νέος Αυτοκράτωρ Βασίλειος ο Β΄ (976-1025) στη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα τη Στάση του Βάρδα Σκληρού, άρχισε τις επιδρομές εναντίον των Θεμάτων της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και προς εκείνα της Ελλάδος και της Πελοποννήσου.
Τις συνέπειες της επεκτατικής πολιτικής του Σαμουήλ υπέστησαν τα φρούρια της Θεσσαλίας και τέλος η Λάρισα, την οποία κατέλαβε και τους κατοίκους της μετέφερε και εγκατέστησε στην βουλγαρική ενδοχώρα, ενώ τους αξιομάχους ανάγκασε να υπηρετήσουν στον στρατό του. Τέλος, μετέφερε το λείψανο του πολιούχου της Λαρίσης Αγίου Αχιλλίου στην Πρέσπα, όπου είχε εγκαταστήσει το ανάκτορό του. Κατόπιν, προχώρησε προς τη Νότιο Ελλάδα λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του, ενώ οι στρατηγοί των Θεμάτων Θεσσαλονίκης και Ελλάδος αγωνιζόταν με απόγνωση για να σώσουν τα μεγάλα αστικά κέντρα. Όμως, ενώ όλα έδειχναν ότι ετοιμαζόταν να εισβάλλει στην Πελοπόννησο, στράφηκε ξαφνικά προς βορράν και αποχώρησε, πιθανότατα από τον φόβο μίας βυζαντινής αντεπιθέσεως.
Οι πρώτες ενέργειες του Βούλγαρου ηγεμόνα έδειξαν ότι σε αντίθεση με τον Συμεών, που ονειρευόταν την κατάκτηση του βυζαντινού αυτοκρατορικού στέμματος, ο Σαμουήλ επεδίωκε την ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους και την ένταξη σ' αυτό όλων των περιοχών του ελλαδικού χώρου.
Εν τω μεταξύ, ο νεαρός Βασίλειος ο Β΄ εξακολουθούσε να αγωνίζεται για να παραμείνει στον θρόνο, αντιμετωπίζοντας αντιδράσεις και μέσα στο παλάτι. Όταν κατάφερε να καταπνίξει την Στάση του Βάρδα Σκληρού και να εξορίσει τον παρακοιμώμενο Βασίλειο το 985, έστρεψε την προσοχή του στο βουλγαρικό πρόβλημα και άρχισε τις προετοιμασίες για μία εκστρατεία εναντίον του επικίνδυνου εχθρού. Το καλοκαίρι του 986 εισέβαλε με ισχυρές δυνάμεις στη Βουλγαρία, με σκοπό την κατάληψη της Σαρδικής (Σόφιας). Η πολιορκία της Σαρδικής δεν έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα, γιατί οι πολιορκούμενοι αντιστάθηκαν σθεναρά και οι στρατηγοί του Βασιλείου φάνηκαν ανίκανοι. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο αυτοκράτορας διέταξε την υποχώρηση. Όμως ο Σαμουήλ καιροφυλακτούσε και όταν οι Βυζαντινοί επιχείρησαν να περάσουν από τις Τραϊανές Πύλες, τους επιτέθηκε και κατάφερε να τους τρέψει σε άτακτη φυγή, με μεγάλες απώλειες σε άνδρες και οπλισμό.
Η νέα επιτυχία του Σαμουήλ έβλαψε σοβαρά το κύρος του αυτοκράτορος και πυροδότησε έναν νέο κύκλο αντιδράσεων εναντίον του. Τον Αύγουστο του 987 οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ανατολής ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Βάρδα Φωκά, ενώ ταυτόχρονα ο επαναστάτης Στρατηγός Βάρδας Σκληρός που είχε εξορισθεί, δραπέτευσε και ανακηρύχθηκε κι αυτός αυτοκράτορας στη Μελιτηνή. Από τους δύο ανταπαιτητές του θρόνου ικανότερος απεδείχθη ο Βάρδας Φωκάς, που κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει τον Σκληρό και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Κωνσταντινουπόλεως.
Εκχριστιανισμός των Ρώσων
Στις μάχες που ακολούθησαν, ο Βασίλειος ο Β΄ κατάφερε με τη βοήθεια Ρώσων πολεμιστών να νικήσει τον Φωκά, ο οποίος και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης. Καθοριστικό ρόλο στον αγώνα του κατά του Φωκά διαδραμάτισε η βοήθεια των Ρώσων, η οποία όμως εξασφαλίσθηκε με αντάλλαγμα τον γάμο της αδελφής του αυτοκράτορος Άννας, με τον Ηγεμόνα των Ρώσων Βλαδίμηρο. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε με τον όρο ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο λαός του θα ασπαζόταν τον Χριστιανισμό. Ο Βλαδίμηρος, θαμπωμένος από την βυζαντινή πριγκίπισσα και την προοπτική της συγγενείας του με τον βυζαντινό αυτοκράτορα, τήρησε την υπόσχεσή του. Η Άννα, με μεγάλη συνοδεία μητροπολιτών, επισκόπων και μοναχών, ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 989 για τη νέα της πατρίδα. Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων τους έθετε όχι μόνον υπό την πνευματική κηδεμονία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αλλά και στη σφαίρα της βυζαντινής πολιτικής και πολιτιστικής επιρροής. Για τους λόγους αυτούς, ο εκχριστιανισμός των Ρώσων υπήρξε πράγματι γεγονός κοσμοϊστορικό.
Δεύτερη φάση του πολέμου. Ήττα των Βουλγάρων και διάλυση του βουλγαρικού κράτους
Ο Σαμουήλ και ο στρατός του εξακολουθούσαν να καιροφυλακτούν και ο Βασίλειος ξεκίνησε μία νέα εκστρατεία εναντίον τους, το καλοκαίρι του 990. Πέρασε με τον στρατό του από τη Θράκη και την Μακεδονία και έφθασε στη Θεσσαλονίκη, της οποίας και ενίσχυσε το αμυντικό σύστημα. Ο αυτοκράτορας παρέμεινε στην πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα, φροντίζοντας τις περιοχές που απειλούσε ο επεκτατισμός του Σαμουήλ και οργανώνοντας επιχειρήσεις κατά του εχθρού. Όμως και πάλι επείγοντα προβλήματα στα μέτωπα της Ανατολής ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να φύγει εσπευσμένα για την Συρία, το 994. Αρχηγό των δυνάμεών του στη Μακεδονία άφησε τον Στρατηγό του Θέματος Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Ταρωνίτη, στον οποίο ανέθεσε την φύλαξη και προστασία της περιοχής.
Η αποχώρηση του αυτοκράτορος και η μακρόχρονη απουσία του από την Μακεδονία παρείχε στον Σαμουήλ την ευκαιρία να εισβάλλει στα βυζαντινά εδάφη και να κινηθεί εναντίον της Θεσσαλονίκης. Στη μάχη που ακολούθησε, σκοτώθηκε ο Γρηγόριος Ταρχανιώτης και συνελήφθη αιχμάλωτος ο γιος του Ασώτιος. Παρά τη νίκη του, ο Σαμουήλ δεν τόλμησε να πολιορκήσει την Θεσσαλονίκη, γιατί τα ισχυρά τείχη της αποθάρρυναν ένα τέτοιο εγχείρημα. Περνώντας τα Τέμπη, εισέβαλε στη Θεσσαλία, την Βοιωτία και την Αττική, τις οποίες και λεηλάτησε άγρια. Έπειτα, παίρνοντας θάρρος από την απουσία του βυζαντινού στρατού, μπήκε και στην Πελοπόννησο, όπου συνέχισε τις λεηλασίες και τις καταστροφές.
Εναντίον του Σαμουήλ απέστειλε ο αυτοκράτορας τον Στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό, ο οποίος περνώντας από την Θεσσαλονίκη, που είχε καταστεί τα χρόνια αυτά το επιτελικό κέντρο αμύνης της περιοχής, έφθασε στην πολύπαθη Λάρισα, διέσχισε την πεδιάδα των Φαρσάλων και στρατοπέδευσε στην όχθη του Σπερχειού που είχε πλημμυρίσει από τις βροχές. Στην απέναντι όχθη βρισκόταν στρατοπεδευμένος ο βουλγαρικός στρατός, που επέστρεφε στη Βουλγαρία φορτωμένος με τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους που είχε συγκεντρώσει λεηλατώντας την βυζαντινή ύπαιθρο. Ο όγκος του νερού που είχε κατεβάσει ο Σπερχειός, έπεισε τον Σαμουήλ πως οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να τον διαβούν και χαλάρωσε τη φρούρηση του στρατοπέδου του. Όμως την φορά αυτή η έκβαση των πραγμάτων κρίθηκε από την επιμονή και την τόλμη του Στρατηγού Νικηφόρου Ουρανού. Οδηγημένος από εντόπιους, κατάφερε να περάσει με τον στρατό του το ποτάμι στη διάρκεια της νύχτας και να επιτεθεί στους Βουλγάρους που κοιμόταν αμέριμνοι. Ο αιφνιδιασμός είχε απόλυτη επιτυχία και τα στρατεύματα του Σαμουήλ κατασφάχθηκαν από τους Βυζαντινούς. Ο ίδιος ο Βούλγαρος ηγεμόνας μόλις που κατάφερε να ξεφύγει τραυματισμένος μαζί με τον γιο του Ρωμανό και ταξιδεύοντας νύχτα μέσω της Πίνδου, έφθασαν στη Βουλγαρία. Μετά την λαμπρή νίκη του και αφού ελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους, ο Νικηφόρος Ουρανός επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη (997).
Η ήττα του Σπερχειού υπήρξε φοβερή και ανέτρεψε τα σχέδια του Σαμουήλ για την κατάκτηση και προσάρτηση του ελλαδικού χώρου στο βουλγαρικό κράτος. Μη έχοντας στρατιωτικές δυνάμεις επαρκείς για να συνεχίσει την επιθετική του πολιτική κατά του Βυζαντίου, ο Σαμουήλ κατέφυγε σε πολιτικούς ελιγμούς και έστρεψε την προσοχή και τις δραστηριότητές του βορειοδυτικά. Στην προσπάθειά του να διατηρήσει τον έλεγχο της περιοχής Δυρραχίου, πάντρεψε τον αιχμάλωτο Βυζαντινό Ασώτιο Ταρωνίτη, που είχε συλλάβει στη μάχη της Θεσσαλονίκης, με την κόρη του και θεωρώντας ότι είχε εξασφαλίσει την αφοσίωσή του, τον διόρισε Φρούραρχο Δυρραχίου. Ο Ασώτιος όμως παρέμεινε πιστός στον αυτοκράτορα, αυτομόλησε μαζί με τη σύζυγό του και έπεισε τους κατοίκους να παραδώσουν την πόλη στους Βυζαντινούς.
Γνωρίζοντας ότι ο Σαμουήλ δεν είχε πλέον δυνάμεις για να απειλήσει τις βυζαντινές επαρχίες, ο Βασίλειος ο Β΄ άρχισε την σταδιακή ανακατάληψη των φρουρίων που εξακολουθούσαν να κατέχουν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία. Η οχυρή Βέροια παραδίδεται στους Βυζαντινούς από τον Βούλγαρο διοικητή της και ακολουθούν τα οχυρά Σέρβια και τα Βοδενά (Έδεσσα). Από τα Σέρβια ο αυτοκράτορας κατέβηκε στη Θεσσαλία, κατέλαβε όσα φρούρια παρέμεναν ακόμη στα χέρια των Βουλγάρων και μετεγκατέστησε τις φρουρές τους στο Βολερό, κοντά στις εκβολές του Νέστου. Μετά το τέλος των επιχειρήσεων, ο Βασίλειος ο Β΄ επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για να περάσει τον χειμώνα (1003).
Την επομένη χρονιά, ο αυτοκράτορας κατευθύνθηκε προς τη Βόρεια Βαλκανική και πολιόρκησε την παραδουνάβια πόλη Βιδίνη, την οποία κατέλαβε μετά από πολύμηνη πολιορκία, παρά την προσπάθεια αντιπερισπασμού που επεχείρησε ο Σαμουήλ εναντίον της Αδριανουπόλεως, στις 15 Αυγούστου του 1004. Επιστρέφοντας ο Βασίλειος έφθασε στον Αξιό κοντά στα Σκόπια, όπου βρήκε τον Σαμουήλ και τον στρατό του «κατεσκηνωμένον αμερίμνως». Ο Αξιός ήταν πλημμυρισμένος και ο Σαμουήλ έκανε εκ νέου το μοιραίο λάθος, θεωρώντας ότι το ποτάμι τον προστάτευε. Όμως και πάλι οι Βυζαντινοί πέρασαν το πλημμυρισμένο ποτάμι και αιφνιδίασαν τους Βουλγάρους. Ακολούθησε σφαγή και ο Σαμουήλ σώθηκε μόλις και μετά βίας. Τα Σκόπια παραδόθηκαν στον Βασίλειο από τον διοικητή τους Ρωμανό και ο αυτοκράτορας επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος στη Βασιλεύουσα, το 1005.
Οι πηγές της εποχής ελάχιστα αναφέρουν για τα όσα συνέβησαν στο Βαλκανικό Μέτωπο την επόμενη δεκαετία. Από τη σύντομη αναφορά του Ιωάννου Σκυλίτζη φαίνεται ότι οι Βυζαντινοί εξακολούθησαν τον πόλεμο φθοράς κατά των Βουλγάρων και ο Βασίλειος «ου διέλιπε καθ' έκαστον ενιαυτόν εισιών εν Βουλγαρία καί τα εν ποσί κείρων τε καί δηών».
Η τακτική αυτή των Βυζαντινών θα πρέπει να ήταν αποτελεσματική, γιατί οδήγησε τον Σαμουήλ στη σκέψη ότι θα έπρεπε να οχυρώσει και να τειχίσει τις ορεινές διαβάσεις προς την Βουλγαρία, για να σταματήσει τις ετήσιες επιδρομές τους στη χώρα του. Η σημαντικότερη από τις διόδους αυτές ήταν εκείνη που οδηγούσε διαμέσου της κοιλάδος του Στρυμόνα μέχρι της συμβολής του με τον ποταμό Στρώμνιτσα και διά της κοιλάδος του στην καρδιά της Βουλγαρίας του Σαμουήλ, ανάμεσα στα Σκόπια και την Αχρίδα. Το στενώτερο σημείο της κοιλάδος του Στρώμνιτσα, το Κλειδί, οχύρωσαν οι Βούλγαροι με φράγματα και τάφρους περιμένοντας την διάβαση των Βυζαντινών. Πράγματι, το καλοκαίρι του 1014 ο Βασίλειος ο Β΄ έφθασε στα στενά και προσπάθησε να διασπάσει την αντίσταση των Βουλγάρων. Μάταια όμως, γιατί εκείνοι πολεμούσαν με πείσμα και οχυρωμένοι όπως ήταν, έφεραν τους Βυζαντινούς σε δύσκολη θέση. Από την ήττα που είχε αρχίσει να διαφαίνεται, έσωσε τον βυζαντινό στρατό ο τολμηρός ελιγμός του Στρατηγού Φιλιππουπόλεως Νικηφόρου Ξιφία, ο οποίος, οδηγώντας τους άνδρες του μέσα από δύσβατες ατραπούς, κατάφερε να κυκλώσει τους εχθρούς και «άνωθεν εξαίφνης μετ' αλαλαγμού καί δούπου κατά νώτου γίνεται των Βουλγάρων». Οι Βούλγαροι αιφνιδιάσθηκαν, πανικοβλήθηκαν και προσπάθησαν να διαφύγουν. Ακολούθησε άγρια μάχη και σφαγή, που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί μεγάλος αριθμός Βουλγάρων και να αιχμαλωτισθούν πολύ περισσότεροι. Ο ίδιος ο Σαμουήλ μόλις που κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στον Πρίλαπο. Μετά από διαπραγματεύσεις, παραδόθηκε στον Βασίλειο και το απόρθητο Φρούριο Μελένικο.
Την λαμπρή νίκη των Βυζαντινών σκίασε μία πράξη πρωτοφανούς αγριότητος, πράξη μοναδική, που έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με όσα γνωρίζουμε για την συμπεριφορά των Βυζαντινών γενικά και του Βασιλείου του Β΄ ειδικότερα απέναντι στους ηττημένους εχθρούς. Μία πράξη που, όπως παρατήρησε ήδη ο Ι. Καραγιαννόπουλος, δεν εκφράζει τίποτε άλλο «από το μέτρο της αγριότητος εις την οποίαν είχαν φτάσει τα πνεύματα εξ αιτίας του μακρού εκείνου και απηνούς πολέμου». Με διαταγή του αυτοκράτορος, οι Βυζαντινοί τύφλωσαν μεγάλο αριθμό Βουλγάρων αιχμαλώτων αφήνοντας στους εκατό έναν μονόφθαλμο, για να τους οδηγήσει στη Βουλγαρία. Η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου παρατηρεί ότι οι Βούλγαροι στην προκειμένη περίπτωση αντιμετωπίσθηκαν ως στασιαστές και όχι ως ξένοι αιχμάλωτοι πολέμου και ως στασιαστές τιμωρήθηκαν, όπως προέβλεπε η βυζαντινή νομοθεσία. Όταν η θλιβερή εκείνη φάλαγγα των τυφλών στρατιωτών έφθασε στη Βουλγαρία, ήταν τέτοια η οδύνη που προκάλεσε ώστε ο Σαμουήλ, ο σκληροτράχηλος Βούλγαρος αρχηγός, υπέστη προσβολή και πέθανε δύο ημέρες αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου του 1014. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Γαβριήλ, «ρώμη μέν του πατρός υπερέχων, φρονήσει δέ καί διανοία πολλώ λειπόμενος», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι βυζαντινές πηγές.
Μετά τον θάνατο του Σαμουήλ, οι Βούλγαροι εξακολουθούν να πολεμούν. όμως, ο χαρακτήρας των στρατιωτικών επιχειρήσεων άλλαξε. Δε γινόταν πλέον μεγάλες μάχες αλλά οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να καταλάβουν τα φρούρια που κατείχαν οι Βούλγαροι, ενώ εκείνοι αμύνονταν απεγνωσμένα. Είναι πλέον φανερό ότι ο πόλεμος τελειώνει, όμως το τέλος δεν επρόκειτο να έλθει όσο σύντομα το επιθυμούσαν οι Βυζαντινοί.
Την άνοιξη του 1015 τα Βοδενά (Έδεσσα) επαναστάτησαν και ο αυτοκράτορας, ξεκινώντας από την Θεσσαλονίκη, κατέλαβε την πόλη, που συνθηκολόγησε μόλις τα βυζαντινά στρατεύματα την περικύκλωσαν, μετεγκαθιστώντας τους κατοίκους της στο Βολερό. Επόμενος στόχος του Βασιλείου ήταν το οχυρό των Μογλενών (Αλμωπία), το οποίο κατελήφθη μετά από σκληρές μάχες και καταστράφηκε από τους Βυζαντινούς.
Οι νίκες αυτές του Βασιλείου επέφεραν σύγχυση στους Βουλγάρους. Αναζωπυρώθηκαν δυναστικές διαφορές, που είχαν ως κορύφωση την δολοφονία του Γαβριήλ από τον ανεψιό του Σαμουήλ Ιωάννη Βλαδισθλάβο, ο οποίος μόλις ανέλαβε την εξουσία, υποσχέθηκε «τήν πρέπουσαν υποταγήν καί δούλωσιν ενδείξασθαι πρός τόν βασιλέα». Παρά τις υποσχέσεις και τις δυναστικές έριδες όμως, ο πόλεμος συνεχιζόταν και ο Βασίλειος αναγκάσθηκε να εκστρατεύσει και να καταλάβει την Αχρίδα.
Οι επιχειρήσεις συνεχίζονται στα επόμενα χρόνια (1016-1018) με εισβολές των Βυζαντινών και προσπάθειες -άλλοτε επιτυχείς και άλλοτε όχι- να καταλάβουν οχυρές πόλεις και φρούρια, όταν την άνοιξη του 1018, ο θάνατος του Ιωάννου Βλαδισθλάβου σε μάχη προ του Δυρραχίου σήμανε το τέλος του φοβερού αυτού Βυζαντινοβουλγαρικού Πολέμου, που διήρκεσε περί τα σαράντα χρόνια. Γιατί στο άκουσμα του θανάτου του Ιωάννου, οι Βούλγαροι έχασαν τον αρχηγό τους και μαζί του κάθε ελπίδα και διάθεση να συνεχίσουν τον αγώνα τους κατά της αυτοκρατορίας. Έτσι, σύσσωμοι σχεδόν οι άρχοντες των Βουλγάρων άρχισαν να δηλώνουν υποταγή στον αυτοκράτορα, ο οποίος έφθασε ήδη στις Σέρρες. Στις Σέρρες έφθασαν και οι Βούλγαροι διοικητές των σπουδαιοτέρων φρουρίων που είχαν παραδοθεί και ο γενναίος υπερασπιστής του Φρουρίου Πέρνικον, Κρακράς. Ο Βασίλειος προχώρησε μέχρι τη Στρώμνιτσα, όπου συνάντησε τον Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας Δαβίδ που έφερε επιστολές της Τσαρίνας Μαρίας σχετικές με την πρόθεση και τους όρους της παραδόσεώς της. Στη συνέχεια έφθασε στην Αχρίδα, όπου δέχθηκε την παράδοση της βασιλικής οικογενείας και άλλων Βουλγάρων αρχόντων και μοίρασε στους στρατιώτες του τους θησαυρούς που βρήκε στο βασιλικό παλάτι.
Ο πόλεμος που τόσο είχε ταλαιπωρήσει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, είχε τελειώσει και ο Βασίλειος, αφού περιόδευσε στα πεδία των μαχών της Μακεδονίας και της Στερεάς, έφθασε στην Αθήνα. Εκεί τέλεσε λαμπρές εορτές και δοξολογίες στο Ναό της Παναγίας που ήταν κτισμένος στην Ακρόπολη, εκφράζοντας έτσι τις ευχαριστίες του στην Υπερμάχο Στρατηγό. Έπειτα επέστρεψε στα τέλη του 1018 στην Κωνσταντινούπολη, όπου τέλεσε τον δίκαια κερδισμένο μεγαλοπρεπή του θρίαμβο.
Η απήχηση της βουλγαρικής υποταγής υπήρξε καταλυτική. Οι εχθροί της αυτοκρατορίας στην περιοχή άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλον, να αναγνωρίζουν την βυζαντινή επικυριαρχία (Κροάτες, Βόσνιοι, Σέρβοι). Μόνον ο διοικητής του Σιρμίου προσπάθησε να αντιδράσει, νικήθηκε όμως και σκοτώθηκε από τον βυζαντινό στρατηγό της περιοχής.
Διοικητική οργάνωση της κατακτημένης Βουλγαρίας
Εξίσου ικανός ανεδείχθη ο Βασίλειος και στην παγίωση και διατήρηση της ειρήνης. Με πολιτική διορατικότητα μοίρασε αξιώματα στους άρχοντες των Βουλγάρων και εξασφάλισε έτσι την ανοχή τους στις διοικητικές μεταβολές, τις οποίες ετοιμαζόταν να επιφέρει. Η κατεκτημένη Βουλγαρία χωρίσθηκε σε δύο μεγάλες διοικητικές περιφέρειες (θέματα): το Θέμα Βουλγαρίας και το Παραδουνάβιο ή Παρίστριο Θέμα. Το Θέμα Βουλγαρίας περιελάμβανε τις δυτικές περιοχές του παλαιού βουλγαρικού κράτους (Σαρδικής, Ναϊσού και Ευτζαπόλεως) και είχε έδρα τα Σκόπια. Το Παραδουνάβιο Θέμα αποτελούσαν οι βορειοανατολικές περιοχές και είχαν ως διοικητικό κέντρο την Σιλίστρια (Δορύστολο). Τα βουλγαρικά εδάφη που βρισκόταν μεταξύ Αίμου και Ροδόπης, μοιράσθηκαν στα Θέματα Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος και Βουλγαρίας.
Ο αυτοκράτορας δεν επέφερε καμία αλλαγή στην εσωτερική διοίκηση του κατεκτημένου βουλγαρικού λαού και -κυρίως- δεν άλλαξε το ισχύον φορολογικό σύστημα, επιτρέποντας τη συνέχιση της καταβολής φόρων σε είδος και καταφέρνοντας έτσι να ελαχιστοποιήσει τα πιθανά αίτια δυσαρέσκειας των κατεκτημένων Βουλγάρων.
Εξίσου αποτελεσματικά υπήρξαν τα μέτρα που έλαβε ο Βασίλειος για να οργανώσει σε νέα βάση την Βουλγαρική Εκκλησία. Περιόρισε την δύναμη και το κύρος της, δίχως όμως να θίξει την αυτοτέλειά της σε σχέση με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αν και δεν γνωρίζουμε επακριβώς τις λεπτομέρειες του σχετικού σιγιλλίου, φαίνεται ότι καταργήθηκε το Βουλγαρικό Πατριαρχείο και αντικαταστάθηκε από την αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας, που έδρευε στην Αχρίδα. Νέος Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας ανεδείχθη ο μοναχός Ιωάννης. Με σειρά σιγιλλίων ο Βασίλειος καθόρισε τον αριθμό των κληρικών στις επισκοπές της νέας Βουλγαρικής Εκκλησίας και υπήγαγε στην δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Αχρίδος επισκοπές που ανήκαν στο παλαιό βουλγαρικό κράτος του Πέτρου και του Σαμουήλ καθώς επίσης και τις Επισκοπές Σερβίων, Βεροίας και Σταγών. Αξίζει να παρατηρηθεί ότι την Αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας ελάμπρυναν με την παρουσία τους διαπρεπείς λόγιοι, όπως ο Θεοφύλακτος, ο Δημήτριος Χωματηνός και ο Ιωάννης Καματηρός, οι οποίοι κατέστησαν την Αχρίδα πυρήνα της ελληνικής πολιτιστικής ακτινοβολίας.
Τον Δεκέμβριο του 1025 πεθαίνει ο Βασίλειος ο Β΄, ένας από τους ικανοτέρους αυτοκράτορες της περιόδου (565-1025) και με τον θάνατό του, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Ι. Καραγιαννόπουλος, «τελείωσε μία των ενδοξοτέρων βασιλειών του Βυζαντίου. Η βασιλεία του υπήρξε πράγματι το απόγειον της ακμής, εξωτερικής και εσωτερικής, η οποία χαρακτηρίζει τους χρόνους της Μακεδονικής δυναστείας. Εν τούτοις τα σπέρματα της παρακμής έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους και θα εκδηλωθούν σαφώς και επικινδύνως επί των διαδόχων του».
Βιβλιογραφία
Α.Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316 π.Χ.-1983, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 59 κε.
Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους 285 -1354, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 45 κε., Αικ. Χριστοφιλοπούλου, «Η βυζαντινή Μακεδονία από τον Στ΄ στον Θ΄ αιώνα», Νέα Εστία, 1571 (1992), σσ. 224-225.
Ζώσιμος ΙΙ.22 (σ. 78.17 κε.). - Χ. Μπακιρτζής, «Η θαλάσσια οχύρωση της Θεσσαλονίκης», Βυζαντινά, 7 (1975), σ. 289 κε.
Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, σ. 75 κε.
Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ.1, Θεσσαλονίκη 1993, 5η ανατύπωση σ. 184 κε. - Ε. Χρυσός, «Η σφαγή των Θεσσαλονικέων το 390», Χριστιανική Θεσσαλονίκη, Πρακτικά του Β΄ Συμποσίου των ΚΓ΄ Δημητρίων, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 93-105.
Θεοφύλακτος Σιμοκάτης 220.18 κε., Καραγιαννόπουλος Ιστορία, τόμ.2, σ. 47 κε.
P. Lemerle, Les miracles de Saint Démétrius, τόμ.1, Παρίσι 1979, σ. 133 κε.
Lemerle, Miracles, σ. 177 κε. - Th. Korres, «Some remarks on the First Two Major Attempts of the Avaroslavs to Capture Thessaloniki (597-614)», Βυζαντινά, 19 (1998), σ. 171 κε.
Lemerle, Miracles, σ. 211 κε., Θ. Κορρές, «Παρατηρήσεις σχετικές με την πέμπτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τους Σλάβους (676-678)», Βυζαντιακά, 19 (1999), σ. 153 κε, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 161 κε.
Χριστοφιλοπούλου, «Βυζαντινή Μακεδονία», σ. 144 κε.
Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, «Η εκστρατεία του Ιουστινιανού Β΄ κατά των Βουλγάρων και Σλάβων (688)», Βυζαντιακά, 2 (1982), σ. 111 κε.
A. Stavridou-Zafraka, «Slav Invasions and the Theme Organization in Balkan Peninsula», Βυζαντιακά, 12 (1992), σ. 168 κε.
Β. Παπούλια, «Το πρόβλημα της ειρηνικής διεισδύσεως των Σλάβων στην Ελλάδα», Διεθνές Συμπόσιο, Βυζαντινή Μακεδονία (324-1430), Θεσσαλονίκη 1995, σ. 255 κε, Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μεσαιωνική Ελλάδα2, Αθήνα 1993, σ. 28 κε, Κορρές, «Πέμπτη πολιορκία», σ. 140 κε.
Χριστοφιλοπούλου, «Βυζαντινή Μακεδονία», σ. 150 κε, Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, «Θεσσαλονίκη «πρώτη πόλις Θεσσαλίας», ΚΔ΄ Δημήτρια, Πρακτικά Γ΄ Επιστημονικού Συμποσίου, Χριστιανική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 65-77, της ιδίας, «Θέμα Στρυμόνος», σ. 307 κε.
Θεοφάνης 357.27 κε.
Θεοφάνης 364.15-18. - Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σσ. 97-98 και 108, Γρηγορίου-Ιωαννίδου, «Εκστρατεία του Ιουστινιανού Β΄», σ. 111 κε.
Θεοφάνης 429.23-24.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, σ. 142 κε.
Θ. Κορρές, «Η βυζαντινοβουλγαρική αντιπαράθεση στις αρχές του 9ου αι. και η σφαγή των στρατευμάτων του Νικηφόρου Α΄ στη Βουλγαρία», Βυζαντινά, 18 (1995-96), σ. 167 κε. - Του ιδίου, Λέων Ε΄ ο Αρμένιος και η εποχή του, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 87 κε.
Χριστοφιλοπούλου, «Βυζαντινή Μακεδονία», σ. 261.
Ι. Καραγιαννόπουλος, Το ιστορικόν πλαίσιον του έργου των αποστόλων των Σλάβων, Κυρίλλω και Μεθοδίω, τόμος εόρτιος, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 141 κε.
Ι. Καμενιάτης 10.9 κε.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 326 κε.
Για τα γεγονότα της πολιορκίας βλ. Ι. Καμενιάτης 16.35 κε. - Γ. Τσάρας, Άλωση Θεσσαλονίκης 53 κε.
Ι. Καμενιάτης 32.43 κε. - Βλ. Θ. Κορρές, "Υγρόν πυρ" 100 κε.
Ι. Καμενιάτης 33.68 κε.
Ι. Καμενιάτης 56.47 κε. - Γ. Τσάρας, Ιωάννου Καμενιάτου στην άλωση της Θεσσαλονίκης. Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 113 κε.
Νικόλαος Μυστικός 10 κε.
H. Ahrweiler, Βυζαντινή Μακεδονία, σ. 278.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 79 κε.
Ιω. Σκυλίτζης 176.83., Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β2, σ. 60.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 317 κε.
Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Η συνάντηση Συμεών και Νικολάου Μυστικού στα πλαίσια του Βυζαντινοβουλγαρικού ανταγωνισμού, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 143 κε.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 348 κε.
Λέων Διάκονος 61.23 κε.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 417 κε.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σσ. 423-425.
Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Β2, σ. 160 κε.
Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Β2, σσ.162-163.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σσ. 440-443.
Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Β2, σσ. 163-164.
Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Β2, σ. 165.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 452 κε.
Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Β2, σ. 167.
Ιω. Σκυλίτζης 348.9 κε.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σσ. 459-460.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 460, πρβ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Β2, σ. 162.
Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 268-269.
Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β2, σσ.171-172.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 469 κε.
Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 275-276.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σσ. 460-463.
- See more at: http://www.imma.edu.gr/imma/history/04.html#toc005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν επιτρέπονται σχόλια σε γκρήκλις. Καλύτερα να έχουμε ορθογραφικά λάθη παρά να καταστρέφουμε την γλώσσα μας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.